σκεῦός τι ἁλιευτικόν, Hsch.
[Seite 29] τό, Geräth zum Muschelfang, Hesych.
λέπαστρον: τό, ἐργαλεῖον πρὸς συλλογὴν πεταλίδων, Ἡσύχ.