λέπαστρον
From LSJ
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
English (LSJ)
σκεῦός τι ἁλιευτικόν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 29] τό, Gerät zum Muschelfang, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
λέπαστρον: τό, ἐργαλεῖον πρὸς συλλογὴν πεταλίδων, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λέπαστρον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σκεῦός τι ἁλιευτικόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπάς + επίθημα -τρον, δηλωτικό οργάνου (πρβλ. δέπαστρον)].