ἑδραίωμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A stay, support, τῆς ἀληθείας 1 Ep.Ti. 3.15.
German (Pape)
[Seite 716] τό, die Stütze, Bekräftigung, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἑδραίωμα: τό, θεμέλιον, βάσις, Ἐπιστ. Α΄, π. Τιμ. γ΄, 15.
ατος, τό,
A stay, support, τῆς ἀληθείας 1 Ep.Ti. 3.15.
[Seite 716] τό, die Stütze, Bekräftigung, N. T.
ἑδραίωμα: τό, θεμέλιον, βάσις, Ἐπιστ. Α΄, π. Τιμ. γ΄, 15.