ἑδραίωμα
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
English (LSJ)
ἑδραιώματος, τό, stay, support, τῆς ἀληθείας 1 Ep.Ti. 3.15.
Spanish (DGE)
ἑδραιώματος, τό
1 sede ἑδραίωμα τῆς Σιών τὸ κλίμα ἐστὶ τοῦ βορρᾶ Ath.Al.M.27.220B
•asiento, fijeza (ἡ γῆ) διὰ κονίαν ... σαθρὰ καὶ μὴ ἔχουσα ἑδραίωμα Olymp.Iob 28.4.
2 fig. soporte, sostén, fundamento c. gen. de abstr. ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας 1Ep.Ti.3.15, cf. Epiph.Const.Haer.41.4.14, τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως Ammon.Aeg.Ep.23, cf. Mac.Aeg.Serm.B 19.1.3, Procop.Gaz.M.87.2409D, νηστείας Apoph.Patr.Sys.2.35
•ref. pers. στῦλον καὶ ἑδραίωμα τῶν ἐνταῦθα Eus.HE 5.1.17, cf. Is.1.29, Rom.Mel.64.13, ἑδραίωμα τῆς Ἐκκλησίας Eus.M.23.869D, Gr.Naz.Ep.44.1, M.35.985A, glos. a ἔρεισμα Sch.Opp.C.1.1.
German (Pape)
[Seite 716] τό, die Stütze, Bekräftigung, N.T.
French (Bailly abrégé)
ἑδραιώματος (τό) :
base solide, soutien;
NT: soutènement ; fondement.
Étymologie: ἑδραιόω.
Russian (Dvoretsky)
ἑδραίωμα: ατος τό утверждение, опора (στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἑδραίωμα: τό, θεμέλιον, βάσις, Ἐπιστ. Α΄, π. Τιμ. γ΄, 15.
English (Strong)
from a derivative of ἑδραῖος; a support, i.e. (figuratively) basis: ground.
English (Thayer)
ἑδραιωματος, τό (ἑδραιόω, to make stable, settle firmly), a stay, prop, support, (Vulg. firmamentum): A. V. ground). (Ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
το (AM ἑδραίωμα) εδραιώνω
στήριγμα.
Greek Monotonic
ἑδραίωμα: ἑδραιώματος, τό, θεμέλιο, βάση, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἑδραίωμα, ατος, τό, [from ἑδραῖος
a foundation, base, NTest.
Chinese
原文音譯:˜dra⋯wma 黑特來哦馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:安頓妥(果效)
字義溯源:支承,根基;源自(ἑδραῖος)=固定的);而 (ἑδραῖος)出自(Ἑζεκίας)X*=坐)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 根基(1) 提前3:15