καταγρέω
German (Pape)
[Seite 1343] = καθαιρέω, Sappho bei Apoll. D. pron. p. 386 b.
Greek (Liddell-Scott)
καταγρέω: καθαιρῶ, καταλαμβάνω, Σαπφὼ 40, Ἡσύχ. ἐν λέξ.· κατάγρεντον (= καθαιρούντων, καθαιρείτωσαν), προστακτ., Ἐπιγρ. Λέσβου τῶν χρόνων τοῦ μεγάλου Ἀλεξάνδρου, CIG. 2166.