κλήρωμα
German (Pape)
[Seite 1452] τό, das Loos, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
κλήρωμα: τό, τὸ διὰ κλήρου ἀπονεμόμενον εἴς τινα, δώρημα, Εὐστ. Πονημάτ. 23. 4.
[Seite 1452] τό, das Loos, Eust.
κλήρωμα: τό, τὸ διὰ κλήρου ἀπονεμόμενον εἴς τινα, δώρημα, Εὐστ. Πονημάτ. 23. 4.