κλήρωμα

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source

German (Pape)

[Seite 1452] τό, das Loos, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

κλήρωμα: τό, τὸ διὰ κλήρου ἀπονεμόμενον εἴς τινα, δώρημα, Εὐστ. Πονημάτ. 23. 4.

Greek Monolingual

κλήρωμα, τὸ (AM) κληρώ
μσν.
αυτό που έχει απονεμηθεί σε κάποιον με κλήρο, το δώρημα
αρχ.
πεπρωμένο, μοίρα.