ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
[Seite 1452] τό, das Loos, Eust.
κλήρωμα: τό, τὸ διὰ κλήρου ἀπονεμόμενον εἴς τινα, δώρημα, Εὐστ. Πονημάτ. 23. 4.
κλήρωμα, τὸ (AM) κληρώμσν.αυτό που έχει απονεμηθεί σε κάποιον με κλήρο, το δώρημααρχ.πεπρωμένο, μοίρα.