ἐπίχωμα
German (Pape)
[Seite 1005] τό, das darauf Aufgeschüttete, Wall, Damm.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίχωμα: τό, ἐπισώρευσις χώματος, μεταγεν. ἐπιχωματισμός, ὁ, ὡς καὶ νῦν καὶ ῥῆμα ἐπιχωματίζω, μεταγ.
[Seite 1005] τό, das darauf Aufgeschüttete, Wall, Damm.
ἐπίχωμα: τό, ἐπισώρευσις χώματος, μεταγεν. ἐπιχωματισμός, ὁ, ὡς καὶ νῦν καὶ ῥῆμα ἐπιχωματίζω, μεταγ.