θαμνίον
German (Pape)
[Seite 1185] τό, dim. von θάμνος, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
θαμνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ θάμνος, Διοσκ.· - καὶ -ίσκος, ὁ, Ὀρεισάβ. 167 Matth. - θαμνίσκιον, τό, Διοσκ.
[Seite 1185] τό, dim. von θάμνος, Diosc.
θαμνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ θάμνος, Διοσκ.· - καὶ -ίσκος, ὁ, Ὀρεισάβ. 167 Matth. - θαμνίσκιον, τό, Διοσκ.