κεράμβυξ

Revision as of 11:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

English (LSJ)

υκος, ὁ,

   A longicorn beetle, cerambyx, which feeds on dead wood, Nic.Fr.39, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1419] υκος, ὁ, ein Käfer (κάραβος) mit langen Hörnern (κέρας), Feuerschröter, Hesych. Vgl. Ant. Lib. 22.

Greek (Liddell-Scott)

κεράμβυξ: -υκος, ὁ, εἶδος κανθάρου φέροντος κεραίας ἢ κέρατα καὶ τρεφομένου ἐκ ξηροῦ ξύλου, Νικ. παρ’ Ἀντ. Λιβερ. 22, Ἡσύχ. (πιθ. ἐκ τοῦ κάραβος, μετ’ ἀναφορᾶς πρὸς τὸ κέρας).