κάραβος
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
English (LSJ)
[κᾱ], ο,
A horned beetle or cerambycid beetle, Arist.HA531b25, 551b17 (with vv.ll. καράβιοι, καράμβιοι).
II a prickly crustacean, crayfish, Epich.57, Ar.Fr.318.7, Gal.12.313, etc.: disted. from καρκίνος, Arist.PA684a1, cf.HA525b32, 590b20; μαλακόστρακος ib.490b11, cf. Specus. ap. Ath.3.105b; an Eastern species, Nearch. ap. Arr. Ind.29.14.
III a light ship, EM490.31.
VI Maced., gate, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1325] ὁ, vgl. Krabbe, Krebs, krabbeln, – 1) ὁ ἐν τοῖς ξύλοις τοῖς αὔοις, eine Käferart, Feuerschröter, Holzkäfer, Arist. H. A. 5, 19. – 2) eine Art Meerkrabbe, ein stachlicher Meerkrebs; Arist. H. A. 4, 2; Ath. III, 105 b, vgl. 104 b; Ar. frg. 302 u. a. com. – 3) eine Art Schiff, E. M. Vgl. κάνθαρος.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
homard, poisson.
Étymologie: DELG terme méditerranéen, certainement emprunté.
2ου (ὁ) :
= πύλη.
Étymologie: mot macédonien.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάραβος -ου, ὁ kleine kreeft, langoest.
Russian (Dvoretsky)
κάρᾰβος: (κᾱ) ὁ
1 жук-рогач Arst.;
2 краб Arst., Arph., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κάρᾰβος: κᾱ, ὁ, κάνθαρος κερασφόρος, καλούμενος καὶ κεράμβυξ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 1 καὶ 9., 5. 19, 12 (ἐν τῷ τελευταίῳ χωρίῳ μετὰ διαφ. γραφ.: καράβιοι, καράμβιοι). ΙΙ. ὀστρακόδερμον, ἀκανθωτόν, ὁ Palinurus (κατὰ τὸν Cuvier), Ἐπίχ. 27 Ahr., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 302, κτλ.· διαφέρων τοῦ καρκίνου, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 8, 3, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 5, κἑξ., 8. 2, 19 κἑξ.· μαλακόστρακος αὐτόθι 1. 1, 19· - κατὰ δὲ τὸν Δίφιλον (παρ’ Ἀθηναίῳ 106C) «τῶν δὲ ὀστρακοδέρμων καρίς, ἀστακός, κάραβος, καρκίνος τοῦ αὐτοῦ γένους ὄντα διαφέρουσι· μείζων δ’ ἐστὶν ὁ λέων τοῦ ἀστακοῦ. οἱ δὲ κάραβοι καὶ γραψαῖοι λέγονται· τῶν καρκίνων δ’ εἰσὶ σαρκωδέστεροι». ΙΙΙ. πλοῖον ὡς λέγομεν καὶ νῦν «καράβι» Ἐτυμ. Μ. 490. 31· πρβλ. κέρκουρος, κάνθαρος. (Πρβλ. τὸ Λατ. scarabaeus, καὶ Σανσκρ. ←arabha, ←alabha, ἀκρίς: - ἀλλὰ τῶν βορείων γλωσσῶν crab, crabba, krebs δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προκύπτωσιν ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης).
Greek Monolingual
ο (AM κάραβος)
σκαθάρι
νεοελλ.
1. μια από τις ονομασίες που έχουν δοθεί στον αστερισμό της Μεγάλης Άρκτου λόγω του σχήματός της
2. εντομολ. λόγια ονομασία του σκαραβαίου, η οποία χρησιμοποιείται καταχρηστικά για όλα τα σκαθάρια
μσν.-αρχ.
είδος ελαφρού ταχύπλοου πλοίου
αρχ.
1. το έντομο κάνθαρος ο κερασφόρος
2. ακανθωτό οστρακόδερμο, η καραβίδα («τῶν δ' ὀστρακοδέρμων καρὶς ἀστακὸς κάραβος καρκίνος λέων τοῦ αὐτοῦ γένους ὄντα διαφέρουσι», Αθήν.)
3. (κατά τον Ησύχ.) πύλη, θύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. μεσογειακής προέλευσης. Η λ. κάραβος στην Αρχαία Ελληνική δήλωνε τόσο την καραβίδα, απ' όπου μεταφορικά και ένα είδος ελαφρού πλοίου, αλλά και τον κάνθαρο τον κερασφόρο. Τον τ. κάραβος δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή carabus, που απαντά κατά κανόνα με τη σημ. «είδος ελαφρού πλοίου» και σπάνια με σημ. «καραβίδα». Τη λατ. λ. δανείστηκαν στη συνέχεια και άλλες γλώσσες (πρβλ. γαλλ. caravelle, πορτογ. caravela).
ΠΑΡ. καράβι(-ιον), καραβίδα(-ίς)
αρχ.
καραβώδης.
ΣΥΝΘ. αρχ. καραβοειδής, καραβοπρόσωπος
μσν.
καραβιάς, καραβόπουλο].
Greek Monotonic
κάρᾰβος: [κᾱ], ὁ, αρσενικό σκαθάρι, σε Αριστ.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
κάραβος: {ká̄rabos}
Grammar: m.
Meaning: 1. stacheliger Meerkrebs (Epich., Ar., Arist. usw.; vgl. Thompson Fishes s. v.), übertragen von einem leichten Kahn (EM); 2. Käferart (Arist.).
Derivative: Davon καραβίς Art Meerkrebs (Gal., Sch.), καράβιον = ἐφόλκιον (H. s. ἐφόλκια, Sch.); wohl auch καραβαία· δίκρουν ξύλον H. (s. Grošelj Razprave 2, 11). — Daneben κηραφίς = καραβίς (Nik. Al. 394), wohl sekundäre Umbildung nach den Tiernamen auf -φ(ο)- und epische Sprache nachahmendes η für α.
Etymology: Mittelmeerwort unbekannten Ursprungs; vgl. Cohen BSL 27, 100, wo mehrere anklingende arabische und andere Wörter herangezogen werden. Nach Bq s. v. wäre -βος außergriech. (makedonisch) für griech. -φος aus idg. -bho-. — Aus κάραβος stammen lat. cārabus Meerkrebs, kleiner Kahn (wozu rom., z. B. frz. caravelle) und ein slavisches Wort für Schiff, z. B. russ. koráblь; s. Vasmer Russ. et. Wb. s. v. mit Lit. und Kritik abweichender Ansichten.
Page 1,785