καταμπέχω

Revision as of 11:44, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

English (LSJ)

and κατ-ίσχω,

   A encompass, εὔψυχον ἄνδρα κούφῃ καταμπίσχουσιν ἐν τύμβῳ Χθονί, i.e. bury him, E.Hel.853; μηκάδων μέλη, Χλόην καταμπέχοντα full of green herbs, i.e. either fed on grass or stuffed with herbs, Antiph.1; cover, τὰ κράνη -αμπέχοντες Plu.Crass. 11.

German (Pape)

[Seite 1364] (s. ἔχω u. ἀμπέχω), umthun, umgeben, bedecken; Antiphan. bei Ath. III, 112 d; τὰ κράνη Plut. Crass. 11.

Greek (Liddell-Scott)

καταμπέχω: καὶ -ίσχω, περιέχω, περιβάλλω, εὔψυχον ἄνδρα… καταμπίσχουσιν ἐν τύμβῳ, δηλ. θάπτουσιν, Εὐρ. Ἑλ. 853· μηκάδων μέλη, χλόην καταμπέχοντα, πλήρη χλόης, δηλ. ἢ τρεφόμενα διὰ τῆς χλόης ἢ παρεγεμισμένα μὲ…, Ἀντιφ. ἐν «Ἀγροίκοις» 1· ἄρτους ἰπνὸν καταμπέχοντας, κατέχοντας, πληροῦντας τὸν κλίβανον, ὁ αὐτ. ἐν «Ὀμφ.» 1.