περιέχω
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
also περιίσχω, Th.5.71; Aeol. περρέχω Sapph.Supp.25.9, Theoc.30.3: fut. περιέξω (and
A περισχήσω Th.5.7): aor. περιέσχον, inf. περισχεῖν: aor. Med. περιεσχόμην, inf. περισχέσθαι:—encompass, embrace, surround, κυκλόθεν ὁδὸς π. [τὸ χωρίον] Lys.7.28; ἡ περιέχουσα [πέλαγος] γῆ Pl.Ti.25a, cf. Arist.Mete.354a6; γραμμαὶ περιέχουσαι τὸ χωρίον Pl.Men.85a, cf.Arist.Mech.851a14; ἡ περιέχουσα [ἶρις] Id.Mete. 375a31; τόπον κύκλῳ πέτραις περιεχόμενον IG42(1).122.21 (Epid.); τὸ περιέχον the envelope of a seed, Thphr.HP1.11.1.
b especially of that which encompasses the earth or the universe, τὸν κόσμον πνεῦμα καὶ ἀὴρ π. Anaxim.2; ὁ περὶ χθόν' ἔχων αἰθήρ E.Fr.919 (s.v.l.), cf. Thphr.CP3.17.4; τὸ περιέχον πάντα ὁπόσα νοητὰ ζῷα Pl.Ti.31a, cf. 33b; τὸ περιέχον the environment, Epicur.Nat.79 G.,al., Plot.2.3.14; τὸ περιέχον ἡμᾶς ἅπαντας καὶ γῆν καὶ θάλατταν, ὃ καλοῦμεν οὐρανόν Str. 16.2.35; ὁ περιέχων ἀήρ ἠήρ) Hp.Lex 3, Arist.Mete.379a28, D.H.3.47, Plu.2.333f, etc.; ὁ περιέχων alone, Id.Cor.38; but usually τὸ περιέχον, Anaxag.2, Arist.Juv.468a3, Ptol.Phas.p.10 H., S.E.M.8.286; τὸ ἄπειρον καὶ τὸ περιέχον Arist.GC332a25, cf. Ph.253a13, 259b11; φαμὲν τὸ μὲν περιέχον τοῦ εἴδους εἶναι, τὸ δὲ περιεχόμενον τῆς ὕλης Id.Cael.312a12, cf. Ph. 211b12.
c τὸ περιεχόμενον = the atmosphere, Plb.1.37.9, D.S.4.38, etc.; δυσκρασίαι τοῦ περιέχοντος Plu.Alex.58.
2 embrace, τινὰ ταῖς χερσίν Id Ant. 79, cf. Alex.51, Philostr.VS2.5.3; πατρὸς περὶ ἔχοντος Simon. 115.1.
3 surround so as to guard, Plu.Caes.16, etc.:—but, Pass., to be shut in, be beleaguered, Hdt.8.10; ὑπὸ τῶν πολεμίων κύκλῳ ib.79; πανταχόθεν ib.80, cf. X.Cyr.7.1.24: metaph., to be hard pressed, Men. Epit.289; περισχομένη κακότητι A.R.3.95.
4 embrace, comprise, comprehend, Pl.Men.87d, etc.; πλείω γένη Arist.Pol.1285a2; περιέχεται ὑπὸ τοῦ ὅλου τὰ πάντα Pl.Prm.145c; contain, βίβλος π. τὰς πράξεις D.S.2.1; λόγος π. ἐγκώμιον Men.660; of a letter, J.AJ12.4.11: impers., περιέχει ἐν γραφῇ, followed by a quotation, 1 Ep.Pet.2.6; καθὼς ἡ ὠνὴ π. as is contained in the deed of sale, Supp.Epigr.3.421.33 (Locr., ii A.D.).
b in Logic, τὸ περιέχον = universal, opp. τὰ περιεχόμενα, the individuals or particulars, Arist.Metaph.1023b27, cf. APr. 43b23; ὀνόματα περιέχοντα generic terms, Id.Rh.1407a31; καλοῦσι δ' αὐτοὺς πλάτακας ἀπὸ τοῦ περιέχοντος from the generic name, Ath.7.309a.
5 Math., ὁ ὑπὸ δύο ἀριθμῶν περιεχόμενος [ἀριθμός] the product of two numbers, Euc.7 Def.19; but π. ἑαυτόν, of a number of which a higher power terminates in the same digit, Theol.Ar.33.
6 τὸν ἔλεγχον π. to be involved in, open to criticism, Phld.Rh.1.49 S.
II surpass, excel, πάντα περρέχοισ' ἄστρα, of the moon, Sapph. Supp.25.9; overcome, gain the victory or advantage, Th.5.7,8.105.
2 outflank the enemy, Id.5.71; περιέσχον τῷ κέρᾳ οἱ Πελοποννήσιοι Id.3.108,cf.5.73.
III Med., hold one's hands round or hold one's hands over another: hence, protect, defend, c. gen. pers., περίσχεο (Ion. imper. aor. 2 Med.) παιδὸς ἐῆος Il.1.393: c. acc., οὕνεκά μιν περισχόμεθα Od.9.199.
2 hold fast by, cling to, c. gen., γούνων περισχομένη A.R.4.82 (but c. acc., περίσχετο γούνατα χερσίν Id.3.706); περιίσχετο κούρης Mosch.2.11: hence, cleave to, be fond of a person or thing, γενσάμενοι τῶν ἡμετέρων ἀγαθῶν περιέξονται Hdt.1.71, cf. 3.53, 5.40, 7.39, 160, etc.; τὠυτοῦ περιεχόμεθα we are compassing, aiming at the same end, Id.3.72, cf. Plu.Them.9; κρίσιν… ἧς μᾶλλον περιέχομαι on which I place more reliance, Alciphr.2.4.
3 rarely c. inf., περιείχετο… μένοντας μὴ ἐκλιπεῖν τὴν τάξιν clung to his resolution that they should stay and not leave their post, Hdt.9.57.
IV Aeol. περρέχω, = ὑπερέχω, ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις, i.e. every inch of his stature is grace, Theoc.30.3.
German (Pape)
[Seite 575] (s. ἔχω), 1) umgeben, umfassen, umschließen; Her. im pass., περιεχόμεθα ὑπὸ τῶν πολεμίων κύκλῳ, 8, 79. 80 u. öfter, umzingelt werden; in sich fassen, μηδέν ἐστιν ἀγαθόν, ὃ οὐκ ἐπιστήμη περιέχει, Plat. Men. 87 d; auch ἡ βίβλος περιέχει τὰς πράξεις, D. Sic. 2, 1; ἡ περιέχουσα αὐτὸ γῆ, Plat. Tim. 25 a, πάντα τὰ μέρη ὑπὸ τοῦ ὅλου περιέχεται, Parm. 145 b; τὸ πεδίον κύκλῳ περιεχόμενον ὄρεσιν, Critia. 118 a; ὁδὸς κυκλόθεν περιέχει χωρίον, L ys. 7, 28; πάντοθεν περιείχετο ὑπὸ τῶν πολεμίων, Xen. Cyr. 7, 1, 24; Sp., περιέχεσθαι τοῖς πράγμασι Pol. 24, 12, 3, τῷ πέντε περισχεθήσεται τὰ τέσσαρα S. Emp. adv. phys. 1, 304. – Το περιέχον, oder ὁ περιέχων, sc. ἀήρ, die umgebende Luft, Himmel, Atmosphäre, Pol. 4, 21, 1; -οἱ ἐκ τοῦ περιέχοντος καιροί, 9, 13, 7; vgl. Schaef. mel. p. 38; αἱ ἐκ τοῦ περιέχοντος διαφοραί, die Verschiedenheit des Klimas, 5, 21, 8. – Aber bei Arist. Metaph. 5, 26 ist τὸ περιέχον so viel wie τὸ καθόλου, das Generelle; so ὀνόματα περιέχοντα, Rhet. 3, 5; vgl. ἐκ τοῦ περιέ χοντος καλοῦσι πλάτακας, mit einem generellen Namen, Ath. VII, 309. – 2) übertreffen, überlegen; sein; Thuc. 5, 7; περιέσχον τῷ κέρᾳ, καὶ ἐκυκλοῦντο τὸ δεξιὸν τῶν ἐναντίων, überragen, 3, 107. – 3) med., eigentlich die Hände schützend über Einen halten, beschützen, vertheidigen, u. übh. sich Jemandes annehmen, περίσχεο παιδὸς ἑῆος, nimm dich des Sohnes an, Il. 1, 393; u. c. acc., οὕνεκά μιν περισχόμεθα, weil wir ihn beschützten, Od. 9, 199; – τινός, sich woran festhalten, mit Liebe woran hangen, γευσάμενοι τῶν ἡμετέρων ἀγαθῶν περιέξονται, Her. 1, 71; τοῦ νεανίεω, 3, 53; 7, 39; auch c. inf., περιείχετο αὐτοῦ μένοντας μὴ ἐκλιπεῖν, er wünschte, daß sie dort blieben und –, 8, 57; τῆς Πελοποννήσου, Plut. Them. 9, vgl. Arat. 50.
French (Bailly abrégé)
f. περιέξω ou περισχήσω, ao.2 περιέσχον, etc.
A. tr. I. entourer, envelopper : περιέχειν τινὰ ἀμφοτέραις ταῖς χερσίν PLUT étreindre qqn de ses deux mains ; ὁ περιέχων ἀήρ PLUT ou abs. ὁ περιέχων, air ambiant, atmosphère ; particul. :
1 embrasser qqn, acc.;
2 entourer pour protéger;
3 avec idée d'hostilité occuper tout autour, bloquer, cerner (une maison), acc. ; Pass. être cerné;
II. enfermer, contenir en soi, comprendre, acc. ; part. περιέχων, ουσα, ον, qui embrasse, d'où général, universel : περιέχοντα ὀνόματα ARSTT termes généraux;
B. intr. dépasser, déborder en parl. des ailes d'une armée ; avoir la prédominance, l'emporter;
Moy. περιέχομαι;
1 embrasser par affection, s'attacher fortement à, gén.;
2 entourer pour protéger, protéger, acc. ; prendre soin de, embrasser les intérêts de, gén.;
3 s'attacher fortement à, gén. ; avec l'inf. prier instamment.
Étymologie: περί, ἔχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-έχω, ander praes. περιίσχω, Aeol. praes. περρέχει, Aeol. ptc. f. περρέχοισ(α) act. omgeven, met acc.:; ὅλον τὸν κόσμον πνεῦμα καὶ ἀὴρ περιέχει adem en lucht omvatten de gehele kosmos Anaximen. B 2; ἥ... περιέχουσα αὐτὸ γῆ het land dat het (de zee) omgeeft Plat. Tim. 25a; ptc. subst..; τὸ περιέχον wat omgeeft Anaxag. B 2; δυσκρασίαι τοῦ περιέχοντος slechte klimatologische condities Plut. Alex. 58.1; omringen:; ἐκ τοῦ περιέχοντος ἠέρος uit de omringende lucht Hp. Lex 3; pass.. τὸ... στράτευμα πάντοθεν περιείχετο ὑπὸ τῶν πολεμίων het leger werd van alle kanten door vijanden omringd Xen. Cyr. 7.1.24; τὸν Λεωνίδαν περιέχοντες Leonidas in hun midden nemend Plut. Agis et Cl. 12.6; περισχὼν αὐτὴν ταῖς χερσίν ἀμφοτέραις haar met zijn beide handen vastpakkend Plut. Ant. 79.2. bevatten, omvatten; met acc..; πλείω τε γένη περιέχει (het koningschap) omvat meerdere soorten Aristot. Pol. 1285a2; περιέχον τῆς τἀνδρὸς σοφίας τὰ δόγματα (een boek) dat de stellingen van’s mans wijsheid bevatte Luc. 42.47; abs. omvattend zijn:; ὀνόματα περιέχοντα overkoepelende termen Aristot. Rh. 1407a31; onpers. er staat (geschreven):. περιέχει ἐν γραφῇ er staat geschreven in de Schrift NT 1 Pet. 2.6. uitsteken (aan de zijkant): milit..; περιέσχον τῷ κέρᾳ οἱ Πελοποννήσιοι de Spartanen vormden met hun vleugel een breder front Thuc. 3.108.1; ptc. subst..; τὸ περιέχον de uítstekende vleugel Thuc. 5.73.1; overtreffen:; πάντα περρέχοισ’ ἄστρα alle sterren overtreffend Sapph. 96.9; de overhand hebben:. περισχήσων om de overhand te hebben Thuc. 5.7.3. med. beschermen; met gen..; περίσχεο παιδὸς ἑοῖο bescherm uw eigen kind Il. 1.393; met acc.. οὕνεκά μιν σὺν παιδὶ περισχόμεθ (α) omdat we hem met zijn kind beschermd hadden Od. 9.199. gehecht zijn aan, met gen.:; τῶν ἡμετέρων ἀγαθῶν περιέξονται zij zullen gehecht raken aan onze zegeningen Hdt. 1.71.3; περιεχόμενόν σε ὁρῶμεν τῆς ἔχεις γυναικός wij zien dat je dol bent op de vrouw met wie je getrouwd bent Hdt. 5.40.1; τῆς Πελοποννήσου περιεχομένων omdat zij bleven vasthouden aan de Peloponnesus Plut. Them. 9.4; streven naar:; τὠυτοῦ περιεχόμεθα wij streven naar hetzelfde Hdt. 3.72.4; met inf.. περιείχετο... μὴ ἐκλιπεῖν τὴν τάξιν hij volhardde erin zijn post niet te verlaten Hdt. 9.57.1.
Russian (Dvoretsky)
περιέχω: и περιΐσχω (fut. περιέξω и περισχήσω, aor. 2 περιέσχον, inf. aor. περισχεῖν)
1 окружать, охватывать, окаймлять (τὸ χωρίον, ἡ περιέχουσα πέλαγος γῆ Plat.); pass. быть окруженным (ὑπὸ τῶν πολεμίων Xen.) или теснимым (τοῖς πράγμασι Polyb.): π. τῷ κέρᾳ Thuc. совершать фланговый обход; ὁ περιέχων (ἀήρ) Arst., Plut. атмосфера; αἱ ἐκ τοῦ περιέχοντος διαφοραί Polyb. климатические различия; αἱ περιέχουσαι (sc. γραμμαί) Arst. внешние линии (очертания);
2 обнимать, охватывать (τινὰ ἀμφοτέραις ταῖς χερσίν Plut.; πάντα τὰ μέρη ὑπὸ τοῦ ὅλου περιέχεται Plat.): τὸ περιέχον καὶ τὸ περιεχόμενον Arst. объемлющее и объемлемое, тж. общее и частное; ὄνομα περιέχον Arst. общее имя, т. е. отвлеченное понятие; θάμβος περιέσχεν αὐτόν NT ужас объял его;
3 med. ограждать, защищать, заступаться (τινος Hom.);
4 med. быть привязанным, тяготеть, стремиться, желать: τωύτοῦ π. Her. стремиться к одному и тому же; περιείχετο αὐτοῦ μένοντας μὴ ἐκλιπεῖν τὴν τάξιν Her. (Амомфарет) хотел (настаивал), чтобы они оставались и не покидали поста;
5 содержаться, т. е. быть написанным (περιέχει ἐν τῇ γραφῇ NT).
Greek (Liddell-Scott)
περιέχω: καὶ -ίσχω, Θουκ. 5. 71· μέλλ. περιέξω καὶ περισχήσω· ἀόρ. περιέσχον, ἀπαρ. περισχεῖν· μέσ. ἀόρ. περιεσχόμην, ἀπαρ. περισχέσθαι. Περιβάλλω, περιλαμβάνω περικλείω, κυκλόθεν ὁδὸς π. [τὸ χωρίον] Λυσ. 140. 40· ἡ περιέχουσα πέλαγος γῆ Πλάτ. Τίμ. 25Α, πρβλ. 31Α, 33Β, Μένων 85Α, κτλ. β) μάλιστα ἐπὶ τῆς «ἀτμοσφαίρας», ὁ περὶ χθόν’ ἔχων... αἰθήρ, Εὐρ. Ἀποσπ. 911· τὸ περιέχον ἡμᾶς ἅπαντας καὶ γῆν καὶ θάλατταν, ὃ καλοῦμεν οὐρανὸν Στράβ. 761· καὶ συχν. ἀπολ., ὁ περιέχων ἀὴρ Ἱππ. Λεξ., Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 1, 10, κτλ.· καὶ μόνον ὁ περιέχων Πλούτ. Κοριολ. 38, κτλ.· ― οὕτω καὶ ἡ περιέχουσα γῆ Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 9· ἡ περιέχουσα ἶρις αὐτόθι 3. 4, 30· αἱ περιέχουσαι (δηλ. γραμμαί), αἱ περικλείουσαι, ὁ αὐτ. ἐν Μηχαν. 5, 5. γ) οὕτως ἐν τῇ ἀρχαίᾳ φυσικῇ φιλοσοφίᾳ ἐπὶ τοῦ στοιχείου ὅπερ περιβάλλει τὸ σύμπαν, ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 3. 5, 1· τὸ ἄπειρον καὶ τὸ περιέχον, ὁ αὐτ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 2. 5, 4, πρβλ. Φυσ. 8. 2, 9., 8. 6, 11 κ. ἀλλ., τὸ ὄνομα ὅπερ ὁ Ἡράκλειτος ἀποδίδει εἰς τὴν τὰ πάντα περιέχουσαν δύναμιν ἥτις ἐνεργεῖ ἐν τῷ κόσμῳ, Ὠριγέν. Αἱρ. 10. 1: ― ἐντεῦθεν καὶ τὸ εἶδος λέγεται περιεκτικὴ δύναμις, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ὕλην, φαμὲν δὲ τὸ μὲν περιέχον τοῦ εἴδους εἶναι, τὸ δὲ περιεχόμενον τῆς ὕλης Ἀριστ. π. Οὐραν. 4. 4, 11, πρβλ. Φυσ. 4. 4, 10 κἑξ. 2) ἐναγκαλίζομαι, περισχὼν αὐτὴν (δηλ. τὴν Κλεοπάτραν) ταῖς χερσὶν ἀμφοτέραις ὁ Προκλήϊος Πλουτ. Ἀντώνιος 79, πρβλ. Ἀλέξ. 51· ὡσαύτως, πατρὸς περὶ χεῖρας ἔχοντος Σιμωνίδ. 86. 5. 3) περιβάλλω πρὸς φύλαξιν, Πλουτ. Καῖσ. 16, κτλ.· ἀλλ’ ὡσαύτως ἐν τῷ παθητ., περιβάλλομαι, κυκλοῦμαι, περικλείομαι, ὑπό τινος Ἡρόδ. 8. 10, 79, 80, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 24· μεταφορ., περισχομένη κακότητι (ἐπὶ παθητ. σημασ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 95. 4) ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ περιλαμβάνω ΙΙΙ, Πλάτ. Μένων 87D, Ἀριστ. Πολιτικ. 3, 14, 2, κτλ.· τὰ μέρη τοῦ ὅλου περιέχεται Πλάτ. Παρμ. 145Β. β) ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστοτ., τὸ περιέχον εἶναι τὸ γενικὸν ἢ τὸ καθόλου, genericum, generale, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ περιεχόμενα, τὰ ἐπὶ μέρους ἢ καθ’ ἕκαστα, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 26, 1, πρβλ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 27, 10· οὕτως, ὄνομα περιέχον, ὅρος γενικός, ἔννοια καθόλου, Ρητορ. 3. 5, 3· πρβλ. περιεκτικός. 5) παρὰ τῷ Εὐκλείδῃ, ὁ ὑπὸ δύο ἀριθμῶν περιεχόμενος [ἀριθμός], ὁ ὤν τὸ γινόμενον δύο ἀριθμῶν. ΙΙ. ὑπερβαίνω, ὑπερτερῶ, νικῶ, ὡς τὸ ὑπερέχω, Θουκ. 5. 7· ἐπὶ στρατοῦ, κυκλώνω τὸν ἐχθρόν, αὐτόθι 71, 73· περιέσχον τῷ κέρᾳ οἱ Πελοποννήσιοι ὁ αὐτ. 3. 108. ΙΙΙ. ἔχω τὰς χεῖράς μου περί τινα ἢ ὑπεράνω τινός, ὅθεν, ὑπερασπίζω, προστατεύω, προφυλάττω, μετὰ γεν. προσώπ., περίσχεο (Ἰωνικ. προστ. μέσ. ἀορ. β΄) παιδὸς ἑῆος Ἰλ. Α. 393· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., οὕνεκά μιν περισχόμεθα Ὀδ. Ι. 199. 2) κρατοῦμαι σφιγκτῶς ἔκ τινος, προσκολλῶμαι εἴς τι, μετὰ γεν., γούνων περισχομένη Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 82· (ἀλλὰ μετ’ αἰτ., περίσχετο γούνατα χερσὶν ὁ αὐτ. Γ. 706)· περιίσχετο κούρης Μόσχ. 2. 11· ― ἐντεῦθεν, προσκολλῶμαι εἴς τινα, ἀγαπῶ καθ’ ὑπερβολὴν τινὰ ἢ τί, Ἡρόδ. 1. 71., 3. 53., 5. 40., 7. 39, 160, κτλ.· τωὐτοῦ περιεχόμεθα, ἐπιδιώκομεν τὸ αὐτὸ πρᾶγμα, τὸν αὐτὸν ἔχομεν σκοπόν, ὁ αὐτ. 3. 72, πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 9. 3) σπανίως μετ’ ἀπαρεμφ., περιείχετο... μένοντας μὴ ἐκλιπεῖν, ἐπέμενε νὰ μείνωσι καὶ νὰ μὴ ἀφήσωσιν αὐτόν, Ἡρόδ. 9. 57.
English (Autenrieth)
mid. aor. 2 περισχόμην, imp. περίσχεο: mid., surround to protect, w. gen., Il. 1.393; acc., Od. 9.199.
Spanish
contener, abarcar, llevar al cuello
English (Strong)
from περί and ἔχω; to hold all around, i.e. include, clasp (figuratively): + astonished, contain, after (this manner).
English (Thayer)
2nd aorist περιέσχον; from Homer down; in the N.T. to surround, encompass; i. e.
a. to contain: of the subject-matter, contents, of a writing (ἡ βίβλος περιέχει τάς πράξεις, Diodorus 2,1; (Josephus, contra Apion (1,1); 1,8, 2; 2,4, 1; 2,38, 1)), ἐπιστολήν περιέχουσαν τόν τύπον τοῦτον, a letter of which this is a sample, or a letter written after this form (cf. τύπος, 3), L T Tr WH ἔχουσαν (cf. Grimm on 1Macc. as below)) (τόν τρόπον τοῦτον, Buttmann, § 129,17n.; 144 (126) n.): περιέχει ἐν (τῇ) γραφή, it is contained in (holy) scripture, R G T Tr WH; absolutely, περιέχει ἡ γραφή (our runs), followed by direct discourse, ibid. Lachmann; likewise, ὁ νόμος ὑμῶν περιέχει, Ev. Nicod. c. 4; with adverbs: περιέχειν οὕτως, καθώς περιέχει βίβλος Ανωχ, Test. xii. Patr., test. Levi 10; ὡς ἡ παράδοσις περιέχει, Eusebius, h. e. 3,1; see Grimm on to take possession of, to seize: τινα, Josephus, b. j. 4,10, 1).
Greek Monolingual
ΝΜΑ και αιολ. τ. περρέχω Α
περιλαμβάνω, περικλείω (α. «το νερό περιέχει πολλά άλατα» β. «το βιβλίο περιέχει αρκετές ανακρίβειες» γ. «το οικόπεδο περιέχεται μεταξύ τών οδών...» δ. «τόπον κύκλῳ πέτραις περιεχόμενον», επιγρ.)
νεοελλ.
1. (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) το περιεχόμενο
α) οτιδήποτε περιλαμβάνεται μέσα σε κάτι άλλο («το περιεχόμενο του δέματος ήταν πλούσιο»)
β) i) το σύνολο τών ιδεών και αντιλήψεων που περιλαμβάνει ένα πνευματικό έργο, μια μελέτη, μια θεωρία («το εκπαιδευτικό πρόγραμμα είναι φτωχό ως προς το παιδαγωγικό του περιεχόμενο»)
ii) στον πληθ. το σύνολο της ύλης ενός βιβλίου ή άλλου εντύπου («πίνακας περιεχομένων»)
2. φρ. «μεστός περιεχομένου» ή «κενός περιεχομένου»
(κυρίως για λόγο, φράση, λέξη) γεμάτος ουσία, πλούσιος σε ιδέες και χαρίσματα ή χωρίς ουσία, χωρίς ζουμί
αρχ.
1. περιβάλλω για να προφυλάξω, προστατεύω («αὐτὸς δὲ διεσώθη τῶν οἰκείων περιεχόντων», Πλούτ.)
2. αγκαλιάζω («καὶ τῶν άλλων περιεχόντων καί δεομένων», Πλούτ.)
3. περικυκλώνω εχθρούς ή αντιπάλους («περιέσχον οἱ Μαντινῆς πολὺ τῷ κέρᾳ τῶν Σκιριτῶν», Θουκ.)
4. υπερτερώ, έχω πλεονέκτημα έναντι άλλου («καὶ ἐς τὴν γῆν ἐξέβησαν, τῷ ἔργω πολὺ περιεχόντες», Θουκ.)
5. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ περιέχον
α) ο αέρας, η ατμόσφαιρα που περιβάλλει τη Γη («κεραυνῶν ἐκ τοῦ περιέχοντος πεσόντων», Διόδ.)
β) ο ουρανός («τὸ περιέχον ἡμᾶς ἅπαντας καὶ γῆν καὶ θάλατταν, ὃ καλοῦμεν οὐρανόν», Στράβ.)
γ) το στοιχείο που περιβάλλει όλο τον κόσμο («τὸ ἄπειρον καὶ τὸ περιέχον», Αριστοτ.)
δ) (στην αριστοτ. λογ.) το γενικό, σε αντιδιαστολή προς το περιεχόμενο, δηλαδή προς το ειδικό
ε) το γενικό όνομα, ο γενικός όρος («καλοῦσι δ' αυτούς... πλάτακας ἀπὸ τοῦ περιέχοντος», Αθήν.)
6. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ περιέχων
ο αέρας
7. μέσ. περιέχομαι
α) κρατιέμαι σφιχτά («γούνων περιεχομένη», Απολλ. Ρόδ.)
β) αφοσιώνομαι σε κάποιον («Περίανδρος περιεχόμενος τοῦ νεηνίεω», Ηρόδ.)
γ) επιδιώκω κάτι, κατατείνω σε κάτι («οὐ ταὐτὰ ἀσκέοντες τὠυτοῦ περιεχόμεθα», Ηρόδ.)
δ) (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ περιεχόμενον
(αριστοτ. λογ.) το ειδικό, σε αντιδιαστολή προς το περιέχον, δηλαδή προς το γενικό
8. φρ. «ονόματα περιέχοντα» — οι καθολικές έννοιες, οι γενικοί όροι.
Greek Monotonic
περιέχω: επίσης -ίσχω· μέλ. -έξω και -σχήσω, αόρ. βʹ -έσχον, αόρ. βʹ -εσχόμην· περικλείω, εμπεριέχω, περιλαμβάνω, σε Πλάτ.
2. περικυκλώνω για να φυλάξω, σε Πλούτ.
3. στην Παθ., είμαι εγκλεισμένος ή περικυκλωμένος, ὑπό τινος, σε Ηρόδ., Ξεν.
4. περικλείω, εμπεριέχω, συμπεριλαμβάνω, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. υπερνικώ, κερδίζω τη νίκη, σε Θουκ.· λέγεται για στράτευμα, κυκλώνω τον εχθρό, στον ίδ.
III. 1. Μέσ., έχω τα χέρια μου γύρω από κάποιον, προστατεύω, με γεν. προσ., περίσχεο (Ιων. προστ. Μέσ. αορ. βʹ) παιδὸς ἐῆος, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., προστατεύω, σε Ομήρ. Οδ.
2. προσκολλώμαι, αγαπώ πολύ ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα, με γεν., σε Ηρόδ.
3. με απαρ., περιείχετο μὴ ἐκλιπεῖν, επέμενε ότι δεν έπρεπε να τον αφήσουν, στον ίδ.
Middle Liddell
-ίσχω fut. -έξω fut. -σχήσω aor2 -έσχον aor2 mid. -εσχόμην
I. to encompass, embrace, surround, Plat.
2. to surround so as to guard, Plut.
3. in Pass. to be shut in or beleaguered, ὑπό τινος Hdt., Xen.
4. to embrace, comprise, comprehend, Plat., etc.
II. to overcome, gain the victory, Thuc.: of an army, to outflank the enemy, Thuc.
III. Mid. to hold one's arms round another, take charge of, c. gen. pers., περίσχεο (ionic aor2 mid. imperat.) παιδὸς ἐῆος Il.; c. acc. to protect, Od.
2. to cling to, be fond of a person or thing, c. gen., Hdt.
3. c. inf., περιείχετο μὴ ἐκλιπεῖν he was urgent with them that they should not leave him, Hdt.
Chinese
原文音譯:perišcw 胚里-誒何
詞類次數:動詞(3)
原文字根:周圍-有
字義溯源:包含,包圍,圍繞,圍困,環繞,大略說,有記載說,都滿了;由(περί / περαιτέρω)=周圍)與(ἔχω)*=持)組成,其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊),而 (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(2);路(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 有記載說(1) 彼前2:6;
2) 都滿了(1) 路5:9
Léxico de magia
1 contener, abarcar como acción de la divinidad <παρὰ> τῇ θεᾷ μεγίστῃ Ἀφροδίτῃ Οὐρανίᾳ, ἥτις τὰ πάντα περιέχει junto a la suprema diosa Afrodita Urania, la que todo lo abarca P VII 865 σὺ εἶ ὁ περιέχων τὰς Χάριτας ἐν τῇ κορυφῇ tú eres el que abraza las Gracias P XII 63 ἐπικαλοῦμαί σε, τὸν τὰ πάντα περιέχοντα te invoco a ti, el que todo lo abarca P XIII 139 P XIII 698 2 llevar al cuello un amuleto τὴν δὲ μύλην τοῦ ὄνου δήσας ἀργύρῳ ... περίεχε ἀεί ata el diente de asno con plata y llévalos siempre P XIa 39
Lexicon Thucydideum
circumdare, to surround, 3.22.1, 4.102.4.
superare, to surpass, overcome, 3.107.3, 3.108.1, 5.7.3, 5.71.2, [vulgo commonly τῷ κ. πολὺ] 5.71.3. 8.105.1,
id quod superat, surplus, 5.73.1.
Translations
contain
Bulgarian: побирам; Catalan: contenir; Chinese Mandarin: 包含, 含有, 含; Czech: obsahovat; Danish: indeholde; Dutch: inhouden, bevatten; Esperanto: enhavi; Finnish: rajoittaa, rajata, hillitä, estää leviämästä; French: contenir; Galician: conter; German: enthalten; Greek: περιέχω; Ancient Greek: χανδάνω, περιέχω, περιίσχω, περρέχω; Hebrew: הכיל; Ido: kontenar; Italian: contenere; Japanese: 含む; Latin: teneo; Norman: cont'nîn; Occitan: conténer; Polish: zawierać; Portuguese: conter; Romanian: conține; Russian: содержать, вмещать; Slovene: vsebovati; Spanish: contener; Swedish: innehålla