= σκάλλω,
A hoe, Att. ἀσκαλ-, Phryn.</a
[Seite 888] graben, behacken, att. ἀσκαλίζω, B. A. 24.
σκᾰλίζω: ὡς τὸ σκάλλω, σκαλεύω, σκαλίζω, σκάπτω, Ἀττ. ἀσκαλ-, Α. Β. 24.