ἐντυλόομαι
English (LSJ)
Pass.,
A grow hard, of callous lumps, dub. l. for -τυπ-, Dsc.2.43.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντυλόομαι: καθίσταμαι τυλώδης, σκληρύνομαι, ἐπὶ τυλώδους οἰδήματος, Διοσκ. 2. 45.
Pass.,
A grow hard, of callous lumps, dub. l. for -τυπ-, Dsc.2.43.
ἐντυλόομαι: καθίσταμαι τυλώδης, σκληρύνομαι, ἐπὶ τυλώδους οἰδήματος, Διοσκ. 2. 45.