τό, Dim. of ὄνειρος, Sch. A. R.2.197.
[Seite 345] τό, dim. zum Vorigen, Träumchen, Schol. Ap. Rh. 2, 197.
ὀνειράτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ὄνειρος, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 197.