ἐκκορυφόω
English (LSJ)
λόγον
A tell a tale summarily, state the main points, Hes. Op.106 :—Pass., ἐκκεκορύφωται ὁ λόγος Hp.Morb.4.48.
German (Pape)
[Seite 764] die Hauptpunkte vortragen; λόγον Hes. O. 106.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκορῠφόω: λόγον, διηγοῦμαί τι συντόμως ἐκτιθεὶς μόνον τὰ οὐσιωδέστατα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 106· ὡς τὸ ἀνακεφαλαιόω.