ἀνακεφαλαιόω

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source

German (Pape)

[Seite 191] die Hauptpunkte zusammenfassen, sie wiederhvien, um, wie das gewöhnlich geschieht, damit die Rede zu schließen, Dion. Hal.; zu einem Ganzen, einem Hauptpunkt vereinigen, N.T.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 récapituler;
2 prendre en bloc, rassembler NT;
Moy. ἀνακεφαλαιόομαι, ἀνακεφαλαιοῦμαι récapituler.
Étymologie: ἀνά, κεφαλαιόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακεφᾰλαιόω:
1 собирать вместе, объединять: ἐν τῷ λόγῳ τοῦτῳ ἀνακεφαλαιοῦσθαι NT содержаться в следующих словах;
2 med. сводить воедино (ἀνακεφαλαιώσασθαι πρὸς ἀνάμνησιν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακεφᾰλαιόω: συγκεφαλαιῶ τὸ ἐπιχείρημα, ἐπὶ ῥήτορος, Διον. Ἁλ. περὶ Λυσίου 9· οὕτως ἐν μέσ. φωνῇ, ἀν. πρὸς ἀνάμνησιν Ἀριστ. Ἀποσπ. 123. - Παθ., συγκεφαλαιοῦμαι, ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ιγ΄, 9.

English (Thayer)

(ῶ: (present passive ἀνακεφαλαιοῦμαι; 1st aorist middle infinitive ἀνακεφαλαιώσασθαι); (from κεφαλαιόω, which see, and this from κεφάλαιον which see); to sum up (again), to repeat summarily and so to condense into a summary (as, the substance of a speech; Quintilian 6.1 ' rerum repetitio et congregatio, quae graece ἀνακεφαλαίωσις dicitur' (ἔργον ῥητορικῆς ... ἀνακεφαλαιώσασθαι πρός ἀνάμνησιν, Aristotle, fragment 123, vol. v., p. 1499{a}, 33)); so in ἀνακεφαλαιώσασθαι τά πάντα ἐν τῷ Χριστῷ, to bring together again for himself (note the middle) all things and beings (hitherto disunited by sin) into one combined state of fellowship in Christ, the universal bond (cf. Meyer or Ellicott on Ephesians , the passage cited); (Protevangelium Jacobi 13εἰς ἐμέ ἀνεκεφαλαιώθη ἡ ἱστορία Ἀδάμ, where cf. Thilo).

Greek Monotonic

ἀνακεφᾰλαιόω: ,μέλ. -ώσω, συνοψίζω ένα επιχείρημα — Παθ., συγκεφαλαιώνομαι, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

to sum up the argument:— Pass. to be summed up, NTest.

Chinese

原文音譯:¢nakefala⋯omai 安那-咳法來哦買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向上-頭 相當於: (כָּלָה‎)
字義溯源:集中,集合,聚集,聯合,同歸,包,歸;由(ἀνά)*=上,回復)與(κεφαλαιόω / κεφαλιόω)=擊打頭)組成;其中 (κεφαλαιόω / κεφαλιόω)出自(κεφάλαιον)=首要的), (κεφάλαιον)出自(κεφαλή)*=頭)。這編號的字義:使歸於一個頭;正如( 弗1:10)所說的
出現次數:總共(2);羅(1);弗(1)
譯字彙編
1) 歸(1) 弗1:10;
2) 都包(1) 羅13:9