hideous
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Ugly: P. and V. αἰσχρός, δυσειδής (Soph., Frag.), V. δύσμορφος, δυσπρόσοπτος. Of a spectacle: V. δυσθέατος, δυσπρόσοπτος; see also horrible.
adj.
Ugly: P. and V. αἰσχρός, δυσειδής (Soph., Frag.), V. δύσμορφος, δυσπρόσοπτος. Of a spectacle: V. δυσθέατος, δυσπρόσοπτος; see also horrible.