mutual
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Use P. and V. πρὸς ἀλλήλους. Common:. P. and V. κοινός, V. ξυνός. Mutual relations: P, ἡ πρὸς ἀλλήλους χρεία, (Plat., Rep. 372A). Want of mutual intercourse: P. ἀμιξία ἀλλήλων (Thuc. 1, 3). Mutual destruction: V. θάνατος αὐτόχειρ (Eur., Phoen. 880), P. ἀλληλοφθορία, ἡ (Plat.). Die by mutual blows: V. θνήσκειν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων (Aesch., Theb. 805), or θνήσκειν διπλῇ χερί (Soph., Ant. 14).