ξυνός

From LSJ

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῡνός Medium diacritics: ξυνός Low diacritics: ξυνός Capitals: ΞΥΝΟΣ
Transliteration A: xynós Transliteration B: xynos Transliteration C: ksynos Beta Code: cuno/s

English (LSJ)

ξυνή, ξυνόν, = κοινός, common, public, general, ξ. κακόν Il.16.262; γαῖα δ' ἔτι ξ. πάντων 15.193; ξ. Ἐνυάλιος, i.e. war hath an even hand, 18.309; ξ. ἀνθρώποις Ἄρης Archil.62; also of Apollo and Dionysus, AP9.524.15,525.15; ξυναὶ γὰρ τότε δαῖτες ἔσαν ξυνοὶ δὲ θόωκοι Hes.Fr. 82; ξ. δ' ἐσθλὸν τοῦτο πόληΐ τε παντί τε δήμῳ Tyrt.12.15; ξ. Ἑλλήνων τε καὶ βαρβάρων λόγος Hdt.4.12; ξ. πᾶσι ἀγαθόν Id.7.53; ξυνὸν δόρυ S.Aj.180 (lyr.); τὸ ξυνόν = state, government (cf. κοινός), SIG37 A 3 (Teos, v B.C.); ξυνὰ δ' ἐλπίζω λέγειν for the common good, A.Th.76; ἐν ξυνῷ = in common, Pi.P.9.93: dat. ξυνῇ as adverb, = κοινῇ, A.Supp.367, A.R. 2.802, Call.Dian.36: also neut. pl., ξύν' ἀλέγειν Pi.I.8(7).51; χάρις ξύν' ἀπόκειται cj. in S.OC1752 (anap.): regul. Adv. ξυνῶς Epigr.Gr. 520.6.—Ep. (κοινός first in Hes.), Ion. (Heraclit.113, Hdt., v. supr.), and Lyr.; twice in A. (trim.), twice in S.(lyr.); not in E. or Att. Prose.

German (Pape)

[Seite 282] = κοινός (vgl. Buttm. Lexil. II p. 264), gemeinschaftlich, Allen gemeinsam angehörend; ξυνὸν δὲ κακὸν πολέεσσι τιθεῖσιν, Il. 16, 262; Hes. frg. 67; Ἐνυάλιος, eigtl. der beiden Teilen gleiche Kriegsgott, von gleichem, unentschiedenem Kampfe, Il. 18, 309; γαῖα δ' ἔτι ξυνὴ πάντων καὶ μακρὸς Ὄλυμπος, das Andere ist an die einzelnen Götter vertheilt, 15, 193; ξυνὸν ἀνθρώποις στέφανον, Pind. Ol. 3, 19; ξυνὸν ἁρμόζοισα γάμον, P. 9, 13; παναγυρίων ξυνᾶν, I. 3, 46, öfter; ξυνὰ δ' ἐλπίζω λέγειν, Aesch. Spt. 76; ξυνοῦ δορός, Soph. Ai. 180; auch bei Her., ξυνὸς Ἐλλήνων τε καὶ βαρβάρων λόγος, 4, 12; ξυνὸν τοῦτο πᾶσι ἀγαθόν, 7, 53; Heraclit. bei S. Emp. adv. math. 7, 133; sonst nur noch einzeln bei sp. D.; auch adv. ξυνῶς, = κοινῶς.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui est en commun, qui appartient à tous, avec le dat. ou le gén. ; adv. • ξυνά, • ξυνῇ en commun;
2 qui agit ou vit en commun : ξυνὸν δόρυ SOPH lance unie à une autre, càd alliée;
3 égal ; impartial : ξυνὸς Ἐνυάλιος IL Enyalios également favorable aux deux partis.
Étymologie: cf. κοινός.

Russian (Dvoretsky)

ξῡνός: эп.-ион. ξῡνήϊος 3 (= κοινός) общий, совместный, касающийся всех или принадлежащий всем (κακόν Hom.): (τὰ) ξυνήϊα Hom. общее достояние; ξ. Ἐνυάλιός (ἐστιν) Hom. Эниалий (Арей) одинаков для всех, т. е. благоприятствует то одной, то другой стороне; ξυνὸν δόρυ Soph. совместная борьба, т. е. помощь в бою; ξυνὰ δ᾽ ἐλπίζω λέγειν Aesch. я надеюсь, что говорю об общих интересах.

Greek (Liddell-Scott)

ξῡνός: -ή, -όν, = κοινός, δημόσιος, κοινός, καθολικός, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πάντας ἀπὸ κοινοῦ, ξυνὸν κακὸν Ἰλ. Π. 262· γαῖα δ’ ἔτι ξυνὴ πάντων, εἶναι ἀκόμη κοινὴ πάντων, Ο. 193· ξ. Ἐνυάλιος, ὁ πόλεμος εἶναι κοινός, ἡ ἔκβασις αὐτοῦ ἀβέβαιος, Σ. 309· οὕτω, ξ. ἀνθρώποις Ἄρης Ἀρχίλ. 56· ξυναὶ γὰρ τότε δαῖτες ἔσαν Ἡσ. Ἀποσπ. 119 Göttl.· ξ. δ’ ἐσθλὸν τοῦτο πόληί τε παντί τε δήμῳ Τυρταῖ. 9. 15· ξ. Ἑλλήνων τε καὶ βαρβάρων λόγος Ἡρόδ. 4. 12· ξ. πᾶσι ἀγαθὸν ὁ αὐτ. 7. 53· ξ. δόρυ Σοφ. Αἴ. 180· τὸ ξυνὸν Ἡρακλ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 133· ξυνὰ δ’ ἐλπίζω λέγειν, ὑπὲρ τοῦ κοινοῦ καλοῦ, Αἰσχύλ. Θήβ. 76· ἐν ξυνῷ, ἀπὸ κοινοῦ, Πινδ. Π. 9. 165· ― δοτ. ξυνῇ ὡς ἐπίρρ. = κοινῇ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 367, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 802· καὶ οὐδ. πληθ., ξύν’ ἀλέγειν Πινδ. Ι. 8 (7). 102· ξύν’ ἀπόκειται Σοφ. Ο. Κ. 1752· ― ὁμαλ. ἐπίρρ. ξυνῶς, Ἐπίγρ. ἐν τῷ N. Rhein. Mus. 1. 1, 167. (Τὸ ξυνὸς διαφέρει τοῦ κοινὸς μόνον διαλεκτικῶς· ― ἡ ῥίζα εἶναι ξυν, = Λατ. cum. Εἶναι δὲ οὗτος ὁ ἀρχαιότερος τύπος, ἐπειδὴ τὸ κοινὸς ἀπαντᾷ πρῶτον παρ’ Ἡσ.· ἐκ τῶν τραγ. ὁ Αἰσχύλ. ἔχει αὐτὸν δὶς ἐν ἰαμβ. τριμέτροις, ὁ Σοφ. δὶς ἐν λυρ. χωρίοις, ὁ Εὐρ. οὐδέποτε: ἀπαντᾷ δὲ καὶ παρ’ Ἡροδ., ἀλλ’ οὐδαμοῦ ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ).

English (Slater)

ξῡνός (-όν; -ᾶς, -ᾶν, -αῖσι, -αῖς; -ῷ, -όν, -ά acc.) cf. κοινός.
   a common, shared, mutual adj.,
   a public, in which all may share ξυναῖσι δ' ἀμφ ἀρεταῖς τέταμαι (v. van Groningen, Comp. Litt., 362̆{3}) (P. 11.54) ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ἔπος εἰπόντ' ἀγαθὸν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν (I. 1.46) παναγυρίων ξυνᾶν (I. 4.28) ἀρχὰν σκολίου ξυνάορον ξυναῖς γυναιξίν common women, prostitutes fr. 122. 15. add. dat., αἴτει φύτευμα ξυνὸν ἀνθρώποις for men in common (O. 3.18)
   II in which specific persons may share. τοῖσιν ἐξ ἀρχᾶς ἀπὸ Τλαπολέμου ξυνὸν διορθῶσαι λόγον for them in common (O. 7.21) ξυνὸν ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα κούρᾳ θ concluded between god and maid (P. 9.13) τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσον without mutual recrimination (P. 4.154) ξυνὸν ἄστει κόσμον ἑῷ προσάγων i. e. in which the city, not just Lampon's family shares (I. 6.69)
   b pro subs., ἐν ξυνῷ. ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν κέντρον (sc. ὄχημ' ἀοιδᾶν: “in communi conventu,” Boeckh: “dans l' assemblée des convives,” van Groningen) fr. 124. 2. τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω (“publico certe bono bene gestam rem,” Boeckh: “au sein de la communauté des citoyens,” van Groningen) (P. 9.94)
   c n. acc. pl., pro adv., in common, together φαντὶ γὰρ ξύν' ἀλέγειν καὶ γάμον Θέτιος ἄνακτας (Hermann: συναλέγειν codd.: loc. susp.) (I. 8.46)

Greek Monolingual

ξυνός, -ή, -όν (Α)
(επικ. και ιων. τ.)
1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει από κοινού σε όλους, δημόσιος, καθολικός, κοινός («γαῖα δ' ἔτι ξυνὴ πάντων», Ομ. Ιλ.)
2. (για τον Αρη, τον Ενυάλιο, τον Απόλλωνα, τον Διόνυσο) αμερόληπτος, αδέκαστος, αυτός που δεν φείδεται κανενός ή αυτός που είναι κοινός και για τα δύο αντίπαλα μέρη (α. «ξυνὸς ἀνθρώποις Ἄρης», Αρχίλ.
β. «ξυνὸς Ἐνυάλιος, καί τε κτανέοντα κατέκτα», Ομ. Ιλ.)
3. (η δοτ. εν. θηλ. και η αιτ. πληθ. ουδ. ως επίρρ.) ξυνῇ και ξυνά
από κοινού
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ξυνόν
το κράτος, η πολιτεία
5. φρ. α) «ἐν ξυνῷ» — από κοινού
β) «ξυνὰ λέγω» — μιλώ υπέρ του κοινοῦ καλού, υπέρ τοῦ γενικού συμφέροντος.
επίρρ...
ξυνῶς (Α)
από κοινού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυν-jος < ξύν + επίθημα -jo- (πρβλ. κοινός)].

Frisk Etymological English

= κοινός
Grammatical information: adj.
Meaning: common, public, usual (ep. Ion., Il.).
Compounds: Rarely in compp., e.g. ἐπί-ξυνος = ἐπί-κοινος common (M 422; hypotheses on the formation in Strömberg Prefix Studies 96 f., also Schwyzer-Debrunner 465 f.).
Derivatives: 1. ξυνάων, -άν (Pi.), ξυνέων (Hes.), ξυνών (S.) m. = κοινάν, -ών comrade, companion with ξυνωνία (Archil.), ξυνωνός (Theognost.); s. on κοινων, -νία, -νός (s. κοινός). 2. ξυνήϊα n. pl. common (not yet distributed) booty (A 124, Ψ 809), after πρεσβήϊα, ξεινήϊα (Risch ̨ 46). 3. ξυνόομαι, -όω have intercourse with, teilhaft machen (Nearch., Man.; Nonn.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From *ξυν-ι̯ό-ς from ξύν like κοινός (s. v.) from *κομ-ι̯ος < *κόμ (*κόν?) = Lat. cum. On ξυνός ξυνός κοινός with derivv. cf. Leumann Hom. Wörter 224 n. 3, Björck Alpha impurum 366f. -- To be rejected Fay AmJPh 28, 414 (cf. Kretschmer Glotta 1,378).

Middle Liddell

ξῡνός, ή, όν [ξύν]
older form of κοινός, common, public, general, concerning or belonging to all in common, Il.; γαῖα ξυνὴ πάντων earth the common property of all, Il.; ξ. Ἐνυάλιος, i. e. war hath an even hand, is uncertain, Il.; ξ. πᾶσι ἀγαθόν Hdt.; ξυνὰ λέγειν to speak for the common good, Aesch.

Frisk Etymology German

ξυνός: {ksunós}
Meaning: = κοινός, gemeinsam, gemeinschaftlich, öffentlich, gewöhnlich (ep. ion. poet. seit Il.);
Composita: ganz vereinzelt in Kompp., z.B. ἐπίξυνος = ἐπίκοινος gemeinsam (Μ 422; Hypothesen über die Bildung bei Strömberg Prefix Studies 96 f., auch Schwyzer-Debrunner 465 f.).
Derivative: Davon 1. ξυνάων, -άν (Pi.), ξυνέων (Hes.), ξυνών (S.) m. = κοινάν, -ών Gefährte, Genosse mit ξυνωνία (Archil.), ξυνωνός (Theognost.); s. zu κοινων, -νία, -νός (s. κοινός). 2. ξυνήϊα n. pl. ‘gemeinsame (noch unverteilte) Beute’ (Α 124, Ψ 809), nach πρεσβήϊα, ξεινήϊα (Risch ̨ 46). 3. ξυνόομαι, -όω in Gemeinschaft treten, teilhaft machen (Nearch., Man.; Nonn.).
Etymology: Aus *ξυνι̯ός von ξύν wie κοινός (s. d.) aus *κομι̯ος von *κόμ (*κόν?) = lat. cum. Zu ξυνός ~ κοινός mit Ableitungen vgl. Leumann Hom. Wörter 224 A. 3, Björck Alpha impurum 366f. — Abzulehnen Fay AmJPh 28, 414 (vgl. Kretschmer Glotta 1,378).
Page 2,339-340

English (Woodhouse)

common, shared by all, shared by others

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)