[Seite 1395] γάμος, falsche, nicht wirklich vollzogene Heirath, Eur. Hel. 888.
ψευδονύμφευτος: γάμος, ὁ ψευδής, ὁ κατὰ προσποίησιν γάμος, Εὐρ. Ἑλ. 889.
ος, ον :qui est un mariage simulé, un mariage blanc.Étymologie: ψευδής, νυμφεύω.