νυμφεύω
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
English (LSJ)
A give in marriage to one, betroth, Pi.N.3.56, E.Alc.317, IA461, 885 (troch.):—in Med., νυμφευομένη, epithet of Hera, Paus.9.2.7.
2 marry, of the woman, c. dat., S.Ant.654, 816 (lyr.); of the man, c. acc., E.Med. 625, Ion819, Isoc.10.59; ν. λέχη Eub.67.1: abs., of both parties, νυμφεύετ', εὖ πράσσοιτε E.Med.313.
II Pass., with fut. Med. νυμφεύσομαι Id.Tr.1139, Supp.455 (but aor. Med. in act. sense, ἐνυμφευσάμην Id.Hipp.561 (lyr.)): aor. Pass. ἐνυμφεύθην Id.Med.1336, Ion 1371:—to be given in marriage, marry, of the woman, E. ll. cc.; νυμφεύεσθαι νυμφεύματα Id.IT364; νυμφεύεσθαί τινι to be wedded to a man, Id.Andr.403; παρά τινι Id.Med.1336; ν. ἔκ τινος to be wedded by him, Id.Ba.28: metaph., ψυχῶν εἰς γένεσιν νυμφευομένων Porph. Antr.19.
III Med., of the man, take to wife, νυμφεύου δέμας Ἠλέκτρας E.El.1340 (anap.).
French (Bailly abrégé)
1 épouser une jeune fille, acc. ; Pass. être prise en mariage, s'unir à un époux;
2 donner une jeune fille en mariage : τινι à qqn;
Moy. νυμφεύομαι;
1 épouser une jeune fille, acc.;
2 donner une jeune fille en mariage à, unir une jeune fille à.
Étymologie: νύμφη.
German (Pape)
verloben, zur Braut geben, vermählen; νύμφευσε Νηρέος θύγατρα, Pind. N. 3.54; Eur. Alc. 318; in sp. Prosa, Luc. astrol. 16; – auch vom Mädchen, sich einem Manne vermählen, μέθες τὴν παῖδα ἐν ᾍδου νυμφεύειν τινί, Soph. Ant. 650; Ἀχέροντι νυμφεύσω, 810; Eur. Med. 314, Andr. 404; pass., νυμφευθεῖσα παρ' ἀνδρὶ τῷδε, Med. 1336, wie ἔκ τινος, Bacch. 28; vom Manne, heiraten, ᾍδης νιν νυμφεύσει, I.A. 451, vgl. Ion 819; so auch im med., νυμφεύου δέμας Ἠλέκτρας, El. 1340.
Russian (Dvoretsky)
νυμφεύω: тж. med.
1 выдавать замуж (παῖδα Ἀχιλλεῖ Eur.);
2 выходить замуж (τινί Soph.): νυμφευθεῖσα παρά τινι или ἔκ τινος Eur. вышедшая замуж за кого-л.;
3 жениться, брать в жены (τινά Eur.): νυμφεύεσθαι δέμας Ἠλέκτρας Eur. жениться на Электре.
Greek (Liddell-Scott)
νυμφεύω: (νύμφη) ὁδηγῶ τὴν νύμφην εἰς τὸν οἶκον τοῦ νυμφίου (πρβλ. νυμφευτής), δίδω εἰς γάμον πρός τινα, μνηστεύω μετά τινος, ν. τινὶ παῖδα (Πινδ. Ν. 3. 96), Εὐρ. Ἄλκ. 317, Ι. Α. 885, 461· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐπὶ τῆς Ἥρας, νυμφευομένη, Juno pronuba, Παυσ. 9. 2. 7. 2) ὑπανδρεύομαι, ἐπὶ τῆς γυναικός, Λατ. nubere, Σοφ. Ἀντ. 654, 816· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Λατ. ducere, Εὐρ. Μήδ. 625, Ἴων 819, Ἰσοκρ. 217Ε· καὶ οὕτω, λέχη... νυμφεύει Εὔβουλος ἐν «Ναννίῳ» 1· ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν, νυμφεύετ’, εὖ πράσσοιτε Εὐρ. Μήδ. 313. ΙΙ. Παθ. μετὰ μέσ. μέλλ. νυμφεύσομαι Εὐρ. Τρῳ. 1139, Ἱκέτ. 455 Ἕρμαν.· μέσ. ἀόρ. καὶ παθ. ἐνυμφευσάμην ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 561· ἐνυμφεύθην ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1336, Ἴων 1371· - δίδομαι εἰς γάμον, ὑπανδρεύομαι, ἐπὶ τῆς γυναικός, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὡσαύτως, νυμφεύεσθαι νυμφεύματα ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 364· νυμφεύεσθαί τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 403· ὡσαύτως, παρά τινι ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1336· ν. ἔκ τινος, λαμβάνομαι παρά τινος εἰς γάμον, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 28. ΙΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, λαμβάνω εἰς γυναῖκα, νυμφεύου δέμας Ἠλέκτρας ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1340.
English (Slater)
νυμφεύω arrange a marriage for νύμφευσε δ' αὖτις ἀγλαόκολπον Νηρέος θύγατρα (sc. Χείρων, who arranged the marriage between Peleus and Thetis) (N. 3.56)
Greek Monolingual
(ΑΜ νυμφεύω) νύμφη
1. δίνω κάποιον σε γάμο, παντρεύω ή μνηστεύω κάποιον
2. μέσ. νυμφεύομαι
(για άνδρα ή γυναίκα) έρχομαι σε γάμο με κάποιον, παντρεύομαι
νεοελλ.
(για ιερέα, για δήμαρχο ή κοινοτάρχη) ενώνω ένα ζευγάρι με γάμο
αρχ.
1. μέσ. (για άνδρα) τελώ τους γάμους μου, λαμβάνω σύζυγο, παντρεύομαι («νυμφεύου δέμας Ἠλέκτρας», Ευρ.)
2. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ.) ἡ νυμφευομένη
προσωνυμία της Ήρας
3. έρχομαι σε συνουσία («Λήδαν ἐνύμφευσε», Ισοκρ.).
Greek Monotonic
νυμφεύω: (νύμφη), μέλ. -σω,
I. 1. οδηγώ, συνοδεύω τη νύφη, την παραδίδω σε γάμο με κάποιον, την παντρεύω με κάποιον, σε Ευρ.
2. παντρεύομαι, λέγεται για γυναίκα, Λατ. nubere, σε Σοφ.· αλλά επίσης και για άνδρα, Λατ. ducere, σε Ευρ.· όπως επίσης και για τους δύο, νυμφεύετ', εὖ πράσσοιτε, στον ίδ.
II. Παθ. με Μέσ. μέλ. νυμφεύσομαι, Μέσ. και Παθ. αόρ. αʹ ἐνυμφευσάμην, ἐνυμφεύθην· παραδίδομαι σε γάμο, παντρεύομαι, λέγεται για γυναίκα, σε Ευρ.· νυμφεύομαι ἔκ τινος, λαμβάνομαι από κάποιον για γάμο, στον ίδ.
III. Μέσ., λέγεται για άνδρα, παίρνω γυναίκα ως σύζυγο, στον ίδ.
Middle Liddell
νυμφεύω, fut. -σω νύμφη
I. to lead the bride, to give in marriage, betroth, Eur.
2. to marry, of the woman, Lat. nubere, Soph.; but also of the man, Lat. ducere, Eur.; of both parties, νυμφεύετ', εὖ πράσσοιτε Eur.
II. Pass. c. fut. mid. νυμφεύσομαι; aor1 mid. et pass. ἐνυμφευσάμην, ἐνυμφεύθην:— to be given in marriage, marry, of the woman, Eur.; ν. ἔκ τινος to be wedded by him, Eur.
III. in Mid. of the man, to take to wife, Eur.