δέργμα

Revision as of 19:20, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ατος, τό, (δέρκομαι)

   A look, glance, κυανοῦν λεύσσων δέργμα δράκοντος looking the look of... A.Pers.82, cf. E.Med.187, ect.    II thing seen, sight, Orph.L.339.

German (Pape)

[Seite 548] τό, der Blick, Anblick, Aesch. Pers. 82; Eur. Hec. 1251 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

δέργμα: τό, (δέρκομαι) βλέμμα, “'ματιά”, κυανοῦν λεύσσων δέργμα δράκοντος, ἔχων τὸ βλέμμα …, βλέπων ὡς …, Αἰσχύλ. Πέρσ. 83, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 187, κτλ.· - παρ᾿ Ἡσυχ. ὡσαύτως δεργμός, οῦ, ὁ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
regard.
Étymologie: δέρκομαι.