συνακμάζω

Revision as of 19:21, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

   A blossom or flourish at the same time, of plants, AP 11.417; of persons, Ἰφίτῳ σ. with Iphitus, Arist.Fr.533, cf. Plb.6.43.6, 31.26.3, Gal.15.455: abs., flourish together, Plu.TG3.    II συνακμάσαι ταῖς ὁρμαῖς πρὸς τὴν τῶν πραγμάτων αὔξησιν rise to a great occasion, Plb.16.28.1.

German (Pape)

[Seite 997] zu gleicher Zeit blühen, zugleich in voller Kraft sein, συνακμάζουσαν ὀπώρην, Ep. ad. 60 (XI, 417); u. von Menschen, übertr., zugleich auf dem höchsten Gipfel des Glückes, der Macht, des Ruhmes stehen, συνηκμακυῖα τῷ βίῳ καὶ τῇ τύχῃ τοῦΣκιπίωνος, Pol. 32, 12, 3; συνακμάσαι ταῖς ὁρμαῖς πρός τι, mit Eifer bis zu einem Ziele ausharren, 16, 28, 1.

Greek (Liddell-Scott)

συνακμάζω: ἀκμάζω συγχρόνως, ἐπὶ φυτῶν, Ἀνθ. Π. 11· 417· ἐπὶ προσώπων, Ἰφίτῳ σ., μετὰ τοῦ Ἰφ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 420, πρβλ. Πολύβ. 32. 12, 3, Πλουτ. Λυκοῦργ. 1· ― ἀπολ., ἀκμάζω ὁμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Τ. Γράκχ. 3. ΙΙ. συνακμάζω ταῖς ὁρμαῖς πρός τι, εἶμαι εἰς τὸν ὕψιστον βαθμὸν ζηλωτὴς διά τι πρᾶγμα, Πολύβ. 16. 28, 1.

French (Bailly abrégé)

être en même temps dans toute sa force, être florissant avec ou en même temps que, τινι.
Étymologie: σύν, ἀκμάζω.