ον, (ῥέω)
A dripping blood, A.Fr.230:—poet. αἱμό-ρυτος, νόσος IG12(5).310 (Paros).
αἱμόρρῠτος: -ον, (ῥέω) = ὁ αἷμα ῥέων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 230: - ποιητ. αἱμόρυτος, Ἀνθ. Π. (παράρτ.) 384.
ος, ον :dont le sang coule.Étymologie: αἷμα, ῥέω.