αἱμόρρυτος
From LSJ
English (LSJ)
αἱμόρρυτον, (ῥέω) dripping blood, A.Fr.230:—poet. αἱμόρυτος, νόσος IG12(5).310 (Paros).
Spanish (DGE)
(αἱμόρρῠτος) -ον
• Grafía: graf. -όρυτος IG 12(5).310.8 (Paros II d.C.)
1 por el que corre la sangre μήν A.Fr.230, cf. Eust.1895.36.
2 que provoca hemorragias o flujos de sangre de un feto IG l.c.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont le sang coule.
Étymologie: αἷμα, ῥέω.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμόρρῠτος: -ον, (ῥέω) = ὁ αἷμα ῥέων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 230: - ποιητ. αἱμόρυτος, Ἀνθ. Π. (παράρτ.) 384.
Greek Monotonic
αἱμόρρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός από τον οποίο ρέει αίμα, σε Αισχύλ.· ποιητ. αἱμό-ρυτος, σε Ανθ.
Middle Liddell
[ῥέω]
blood-streaming, Aesch., Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱμόρρυτος -ον αἷμα, ῥέω waarbij bloed vloeit, bloedig.
German (Pape)
blutströmend, φλέβες Aesch. frg. 2 Il; νόσος Ep.adesp. 707 (APP 384).