μαγγανεύω

Revision as of 19:21, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

(μάγγανον)

   A use charms or philtres, of Circe, Ar.Pl.310: metaph., play tricks, D.25.80, Jul.Gal.340a; μ. πρὸς τὰς θεάς use superstitious means to propitiate the goddesses, Plb. 15.29.9; μ. ἐπί τινα Luc.DDeor.2.1, Bis Acc.21: c. acc. cogn., μ. ἀπάτην contrive means for cheating, Ach.Tat.2.38.    II c. acc., trick out, dress artificially, of cooks, τὰ σιτία καὶ τὰ ὄψα μ. καὶ φαρμάττειν Plu.2.126a.

Greek (Liddell-Scott)

μαγγᾰνεύω: (μάγγανον) μεταχειρίζομαι θέλγητρα ἢ φίλτρα, τεχνάσματα μαγγανευτικά, ἐπὶ τῆς Κίρκης, Ἀριστοφ. Πλ. 310· - δολιεύομαι, ἀπατῶ, Δημ. 794. 2· μ. πρὸς τοὺς θεούς, μεταχειρίζομαι δεισιδαίμονα μέσα ὅπως ἐξιλεώσω τοὺς θεούς, Πολύβ. 15. 29, 9· μ. ἐπί τινα Λουκ. Θεῶν Διάλ. 2. 1, Δὶς Κατηγ. 21· - μετὰ συστοίχου αἰτ., μ. ἀπάτην, μηχανῶμαι, ἐπινοῶ μέσα πρὸς ἀπάτην, Ἰακώψ. εἰς Ἀχ. Τάτ. σ. 609. ΙΙ. μετ’ αἰτ., νοθεύω, Λατ. mangonizare, τὰ σιτία, καὶ τὰ ὄψα μ. καὶ φαρμάττειν Πλούτ. 2. 126Α.

French (Bailly abrégé)

1 user de philtres ou de charmes;
2 sophistiquer (des aliments), acc..
Étymologie: μάγγανον.