ον,
A ever-green, Emp.77.
[Seite 811] stets belaubt, Empedocl. 287.
ἐμπεδόφυλλος: -ον, ἀείφυλλος, ἀειθαλής, ἴδε ἐμπεδόκαρπος.
ος, ον :qui conserve ses feuilles.Étymologie: ἔμπεδος¹, φύλλον.