ἀβακής

Revision as of 19:22, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ές, (βάζω)

   A speechless: hence, calm, gentle, ἀβάκην (Aeol. acc.) τὰν φρέν' ἔχω Sapph.72. Adv. -κέως, εὕδοντι Poet. ap. EM2.57:—also ἀβακήμων Hsch., ἄβαξ Lex.Rhet.ap.Eust.1494.64.

German (Pape)

[Seite 2] ές (βάζω), sprachlos, wie ein junges Kind, das noch uicht sprechen kann, kindlid, φρήν Sapph. frg. 23. – Adv. ἀβακέως, wird BA. 323 ἀσυνέτως erklärt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβᾰκής: -ές, (βάζω) ἄφωνος, Λατ. infans: ὅθεν παιδαριώδης, ἢ παιδικός, ἀθῷος· φρὴν Σαπφ. 77 (ὅπου τὸ Μ. Ἐτυμ. ἔχει αἰτιατ. ἀβάκην)· ἐπίρρ. -κέως. Ἐτυμ. Μ. ― Ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ ἀβακήμων· καὶ ἄβαξ δὲ μνημονεύεται παρ’ Εὐσταθίῳ 1494. 64.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
muet ou qui ne parle pas ; simple, naïf, innocent.
Étymologie: ἀ, βάζω.