τάραγμα

Revision as of 19:22, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

[τᾰ], ατος, τό,

   A disquietude, ἐν φρενῶν τ. πέπτωκα E.HF 1091, cf. 907 (lyr.); τ. δαιμόνιον D.H.8.52; πάθη καὶ ταράγματα Demetr.Lac.Herc.1012.27.

German (Pape)

[Seite 1069] τό, Unruhe, Verwirrung, ἐν φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῷ Eur. Herc. Fur. 1091.

Greek (Liddell-Scott)

τάραγμα: [ᾰ], τό, = τῷ ἑπομ., ὡς δ’ ἐν κλύδωνι καὶ φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῷ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1091, πρβλ. 907.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
trouble.
Étymologie: ταράσσω.