A distribute evenly, Plu.2.130d.
διομᾰλύνω: κάμνω τι ὅλως ὁμαλόν, ἰσοπεδῶ, ἐξισάζω ἐντελῶς, Πλούτ. 2. 130D.
égaliser, aplanir.Étymologie: διά, ὁμαλύνω.