ἀναισθητέω
English (LSJ)
A lack perception, D.18.221; ἀ. ταλαιπωρίας to be without sense of weariness, J.AJ11.5.8; συμφορῶν ἀ. BJ4.3.10: abs., Epicur.Ep.1p.21U., Sor.2.49, prob. in Porph.Abst.1.39.
German (Pape)
[Seite 190] dasselbe, stumssinnig sein, Dem. 18, 221, u. Sp., wie Aesop. 73 u. Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναισθητέω: στερούμαι αἰσθητικότητος ἢ ἀντιλήψεως, Δημ. 302. 3· ἀν. ταλαιπωρίας, δὲν αἰσθάνομαι κόπωσιν, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 11. 5, 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être insensible.
Étymologie: ἀναίσθητος.