ἀναίσθητος

From LSJ

κακῶν θάλατταν ὁ κακὸς ἄνθρωπος φέρει → the evil man brings a sea of evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναίσθητος Medium diacritics: ἀναίσθητος Low diacritics: αναίσθητος Capitals: ΑΝΑΙΣΘΗΤΟΣ
Transliteration A: anaísthētos Transliteration B: anaisthētos Transliteration C: anaisthitos Beta Code: a)nai/sqhtos

English (LSJ)

ἀναίσθητον,
A without sense or without feeling, Thrasymach. 1, Pl.Ti.75e; ἀναίσθητος τινός without sense of a thing, Id.Lg.843a; ἀναίσθητος καὶ νεκρός Men.705; ἀναίσθητος ψαύσιος καὶ τρώσιος Aret.SD2.12; ἀναίσθητος ἡ ἁφή the sense of touch is lost, ib.1.7. Adv. ἀναισθήτως, πάντων ἔχειν Hp. Epid.3.17.ιέ; ἀναισθήτως ἔχειν = to be insensible or indifferent, Isoc.12.112, cf. Th.1.82; ἀναισθήτως διακεῖσθαι = be insensitive Arist.EE1231a1.
2 without perception or without common sense, wanting tact, stupid, Th.6.86; οἱ ἀναίσθητοι Θηβαῖοι those blockheads... D.18.43, cf. Phld.Rh.1.215S.: τὸ ἀναίσθητον = ἀναισθησία, Th.1.69. Adv. ἀναισθήτως Phld.Rh.1.227S.
II Pass., unfelt, θάνατος Th.2.43.
2 not perceptible by sense, ἀόρατον καὶ ἄλλως ἀ. Pl.Ti.52a, cf. Phld.Piet.20, etc.; ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ = in an imperceptible amount of time, in an unappreciable time, Arist.Ph.222b15, cf. Po.1450b39.

Spanish (DGE)

-ον
I no sentido θάνατος Th.2.43.
II imperceptible por los sentidos ἀόρατον δὲ καὶ ἄλλως ἀναίσθητον Pl.Ti.52a, ἀναίσθητα ὑφ' ἡμῶν εἴδη Pl.Ti.51d, τὰ γένη τῶν χυμῶν ἀναίσθητα Arist.Sens.441a3 (= Emp.A 94), τὸ δ' εἰς μακρὰ διανενεμημένον ἀναίσθητον εἶναι Thphr.Sens.63 (= Democr.A 135), ἀναίσθητον ποιεῖν τὴν κρᾶσιν hacer la mezcla imperceptible al gusto Arist.Pol.1262b18, ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ en tiempo imperceptible Arist.Ph.222b15, cf. Po.1450b39.
III 1que no siente, insensible de pers., Thrasym.B 1, οἱ γέροντες Anon.Lond.11.29 (= Hippo A 11), ἡ κεφαλή Pl.Ti.75e, κόνις Ph.2.287
de ídolos Ep.Diog.2.4, 3.3, ἀναίσθητος καὶ ἄψυχος Plu.2.703c, δέρμα Arist.HA 517b31, ἡ ἁφή Aret.SD 1.7.12, πνεύματα καὶ ὑποκείμενα ἀναίσθητα M.Ant.12.30
c. gen. ψαύσιος καὶ τρώσιος Aret.SD 2.12.3
compar. ἐν σκύτει καὶ ἐν ξύλῳ καὶ ἐν ἄλλοισι πολλοῖσιν ἅ ἐστιν ἀνθρώπου ἀναισθητότερα Hp.VM 15.
2 que no se da cuenta, que no conoce, desconocedor c. gen. κακῶν Pl.Lg.843a, τῆς αὐτοῦ φύσεως de su propia naturaleza Arr.Epict.2.8.14.
3 fig. sin sentido común, insensato, estúpido, idiota ὑμεῖς Th.6.86, Θηβαῖοι D.18.43, cf. Phld.Rh.1.215, Λεύκιος Μαλλέολος, ὃς πάντων ἐδόκει Ῥωμαίων ἀναισθητότατος ὑπάρχειν Plb.36.14.2
subst. neutr. τὸ ἀναίσθητον = la idiotez, la estupidez Th.1.69, ἀναισθήτου σημεῖα Arist.Phgn.807b19.
IV adv. ἀναισθήτως
1 insensiblemente, de manera insensible πάντων ἔχειν Hp.Epid.3.17.15, cf. X.Cyn.12.13, Isoc.12.112, Th.1.82, διακεῖσθαι Arist.EE 1231a1.
2 insensatamente Phld.Rh.5.3F.

German (Pape)

[Seite 190] 1) unempfindlich, gefühllos, stumpfsinnig, Thuc. 6, 86; τινός, gegen etwas, Plat. Tim. 65 a Legg. VIII, 843 a; σκαιὸς καὶ ἀν. Dem. 18, 120; τὸ ἀν., Stumpfsinn, Thuc. 1, 69. – 2) nicht empfunden, nicht empfindbar, θάνατος Thuc. 2, 43; ἀόρατον καὶ ἀν. Plat. Tim. 52 a, öfter. – Adv. ἀναισθήτως ἔχειν, unempfindlich sein, Plut. Sol. 20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne sent pas, insensible ; au mor. stupide, grossier ; τὸ ἀναίσθητον THC le manque de perspicacité;
2 qu'on ne sent pas, insensible.
Étymologie: , αἰσθάνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀναίσθητος:
1 бесчувственный, нечувствительный, невосприимчивый (τῶν κακῶν Plat.; δέρμα Arst.; ἀ. καὶ νεκρός Men.);
2 бесчувственный, безразличный или тупоумный, тупой Thuc., Dem.;
3 неощущаемый, безболезненный (θάνατος Thuc.);
4 неощутимый, незаметный (χρόνος Arst.): ἀόρατος καὶ ἄλλως ἀ. Plat. невидимый и вообще недоступный чувствам.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναίσθητος: -ον, ἄνευ αἰσθήσεως ἢ αἰσθητικότητος, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 14, Πλάτ. Τίμ. 75E, Ξεν. ἀν. τινος, μὴ ἔχων αἴσθησιν πράγματός τινος, Πλάτ. Νόμ. 843A· ἀν. καὶ νεκρὸς Μενάνδρ. Ἄδηλ. 157· ἀν. ἡ ἀφή, ἡ αἴσθησις τῆς ἀφῆς εἶναι ἀναίσθητος, Ἀρετ. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7: - Ἐπίρρ., ἀναισθήτως πάντων Ἱππ. περὶ Ἐπιδ. 3. 1115· ἀν. ἔχειν, εἶναί τινα ἀναίσθητον ἢ ἀδιάφορον, Ἰσοκρ. 256Α, πρβλ. Θουκ. 1. 82. 2) ἄνευ ἀντιλήψεως ἢ τοῦ κοινοῦ νοῦ, ἀνόητος, ἄκομψος, εὐήθης, αὐτόθι 6. 86· οἱ ἀν. Θηβαῖοι, οἱ βλᾶκες ..., Δημ. 240. 10: - τὸ ἀναίσθητον = ἀναισθησία, Θουκ. 1. 69. ΙΙ. παθ., ὃν δὲν αἰσθάνεταί τις, θάνατος Θουκ. 2. 43· ἀόρατον καὶ ἄλλως ἀναίσθ. Πλάτ. Τίμ. 52A, κτλ. 2) ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς τὰς αἰσθήσεις (sensum effugiens Lucret.) Πλάτ. Τίμ. 52Α, κτλ.· ἐν. ἀν. χρόνῳ ἐντὸς χρονικοῦ διαστήματος τὸ ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ ἀντιληφθῇ, Ἀριστ. Φυσ. 4. 13, 7, πρβλ. Ποιητ. τοῦ αὐτοῦ 7. 9.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναίσθητος, -ον)
1. αυτός που δεν αισθάνεται, που δεν έχει αίσθηση ή αισθητικότητα
2. αμβλύς, νωθρός κατά τις αισθήσεις της ηδονής και του πόνου
3. ο δίχως συναίσθηση, απαθής, αδιάφορος, ασυγκίνητος, ανάλγητος
4. αυτός που έχασε τις αισθήσεις του, λιπόθυμος
αρχ.
1. ο νωθρός κατά την αντίληψη, ανόητος, βλάκας
2. αυτός που δεν τον αισθάνεται κανείς
3. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό)τὸ ἀναίσθητον
η αναισθησία
4. φρ. «ἀναισθήτως ἔχω», είμαι αναίσθητος ή αδιάφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + αἰσθητός < αἰσθάνομαι.
ΠΑΡ. αναισθησία, αναισθητώ
νεοελλ.
αναισθητήριος, αναισθητίαση, αναισθητίζω, αναισθητικός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναισθητοποιώ].

Greek Monotonic

ἀναίσθητος: -ον,
I. 1. αναίσθητος, σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. ἀναισθήτως ἔχειν, είμαι αδιάφορος, σε Ισοκρ.
2. ανόητος, ασυναίσθητος, χωρίς λεπτότητα, σε Θουκ., Δημ.· τὸ ἀναίσθητον, αναισθησία, σε Θουκ.
II. Παθ., μη αισθητός, ανεπαίσθητος, θάνατος, στον ίδ.

Middle Liddell

I. insensate, unfeeling, Xen., etc.:— adv., ἀναισθήτως ἔχειν to be indifferent, Isocr.
2. senseless, wanting tact, stupid, Thuc., Dem.: —τὸ ἀναίσθητον = insensibility, Thuc.
II. pass. unfelt, θάνατος Thuc.

English (Woodhouse)

dull, insensible, stupid, undiscerning, devoid of feeling, dull in intellect, insensible to, of the intelligence, wanting in intelligence

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

non intelligens, not understanding, 6.86.4,
non perceptus, not perceived, 2.43.6,
stupor, negligentia, numbness, neglect, 1.69.3.