A sail down before, Plb.1.21.4.
[Seite 728] (s. πλέω), vorher hinabschiffen, Pol. 1, 21, 4.
προκαταπλέω: καταπλέω πρότερον, Πολύβ. 1. 21, 4.
-ῶ :s’embarquer ou faire une traversée auparavant.Étymologie: πρό, καταπλέω.