η, ον,
A of a vulture, πτέρυξ Luc.Icar.11.
[Seite 512] vom Geier, πτέρυξ Luc. Icarom. 11.
γύπινος: [ῡ], -η, -ον, ἀνήκων εἰς γῦπα, πτέρυξ Λουκ. Ἰκαρ. 11.
η, ον :de vautour.Étymologie: γύψ.