ου, ὁ,
A one who rows or fishes by night, AP6.11 (Satyr.).
νυκτερέτης: -ου, ὁ, ὁ κωπηλατῶν ἢ ἁλιεύων διὰ νυκτός, Ἀνθ. Π. 6. 11.
ου (ὁ) :pêcheur de nuit.Étymologie: νύξ, ἐρέτης.