νυκτερέτης
From LSJ
Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit
English (LSJ)
νυκτερέτου, ὁ, one who rows or fishes by night, AP6.11 (Satyr.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pêcheur de nuit.
Étymologie: νύξ, ἐρέτης.
German (Pape)
ὁ, der bei Nacht rudert, Nachtsischer, Satyr. 1 (VI.11).
Russian (Dvoretsky)
νυκτερέτης: ου ὁ ночной гребец, т. е. ночной рыболов Anth.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτερέτης: -ου, ὁ, ὁ κωπηλατῶν ἢ ἁλιεύων διὰ νυκτός, Ἀνθ. Π. 6. 11.
Greek Monolingual
νυκτερέτης, ὁ (Α)
αυτός που κωπηλατεί ή ψαρεύει κατά τη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ἐρέτης «κωπηλάτης» (πρβλ. αυτερέτης)].
Greek Monotonic
νυκτερέτης: -ου, ὁ, αυτός που κωπηλατεί νύχτα, σε Ανθ.
Middle Liddell
νυκτ-ερέτης, ου, ὁ,
one who rows by night, Anth.