κυκλοδίωκτος
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A driven round in a circle, AP9.301 (Secund.).
German (Pape)
[Seite 1526] im Kreise umhergetrieben, Secund. 2 (IX, 301).
Greek (Liddell-Scott)
κυκλοδίωκτος: -ον, διωκόμενος ἐν κύκλῳ, περιπλανώμενος, Ἀνθ. Π. 9. 301.