πρωτοκλισία

Revision as of 19:25, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ἡ,

   A first seat at table, Ev.Matt.23.6, etc.; cf. πρωτοκαθεδρία.

German (Pape)

[Seite 805] ἡ, erstes Lager am Tische, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοκλῐσία: ἡ, ἡ πρώτη τιμητικὴ θέσις ἐν δείπνῳ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ', 6, κτλ.· πρβλ. Β' Μακκ. Δ', 21 καὶ ἴδε πρωτοκαθεδρία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
la place d’honneur dans un repas.
Étymologie: πρῶτος, κλίνη.