ἐξέτασις

Revision as of 19:25, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A close examination, scrutiny, test, Pl.Ap.22e, Tht.210c; ἡδονῆς ἐ. πᾶσαν ποιήσασθαι Id.Phlb.55c; ἐ. ποιεῖσθαι περί τινος Lycurg.28; ἐ. λαμβάνειν undertake an inquiry, D.18.246; ἐ. τινος ἔχειν Th.6.41; ἔσχον τὸ ἴσον εἰς ἐ. I received the copy for examination, PLond.2. 338.24 (ii A.D.), etc.; ἐ. γίγνεται πρός τι comparison is made with... Luc.Prom.12.    2 a military inspection or review, ἐ. ὅπλων, ἵππων ποιεῖσθαι, hold a review of .., Th.4.74, 6.45,96; τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν βαρβάρων ποιεῖσθαι X.An.1.2.14; ἐ. σὺν τοῖς ὅπλοις ἐγίγνετο ib.5.3.3.    b at Rome, ἐ. ἱππέων, = Lat. transvectio equitum, Plu.Aem. 38, D.C.55.31; ἐ. ἐτησία Id.63.13.    c ἐ. τῶν βουλευτῶν, = Lat. lectio Senatus, revision of the Senatorial roll, Id.54.26.    d ἐ. βίων, of the Roman Census, Plu.Aem.38, cf. J.AJ3.12.4.    e inspection of articles, IG22.333.11.    3 arrangement, order, Nicom. Harm.6.

German (Pape)

[Seite 879] ἡ, die Prüfung, Untersuchung, von Personen u. Sachen; Plat. Apol. 22 e; μὴ τοίνυν ἡδονῆς ἐξέτασιν πᾶσαν ποιήσασθαι Phil. 55 c; Folgde; bes. Musterung, ποιεῖσθαι ὅπλων καὶ ἵππων Thuc. 6, 45. 96; Xen. An. 1, 2, 14 u. oft; auch ποιεῖν, 1, 2, 9; ἐξέτασις ἐν τοῖς ὅπλοις γίγνεται 5, 3, 3; ἐξέτασιν λαμβάνειν, die Untersuchung vornehmen, Dem. 18, 246; πρός τι, Vergleichung womit, Luc. Prom. 12; – βίων, census der Römer, Plut. Aem. P. 38; auch von gerichtlicher Untersuchung, Hdn. 1, 8, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξέτᾰσις: -εως, ἡ, τὸ ἐξετάζειν τι ἐπισταμένως, ἔρευνα, ἐξέτασις, Πλάτ. Ἀπολ. 22Ε. Θεαίτ. 210C· ἐξ ποιεῖσθαι περί τινος Λυκοῦργ. 151· μέσ., ἐξ. λαμβάνειν, ἀναλαμβάνειν ἔρευναν, Δημ. 308. 25· οὕτως, ἐξ. τινος ἔχειν Θουκ. 6. 41· ἐξ. γίγνεται πρός τι, σύγκρισις γίνεται πρός τι..., Λουκ. Προμ. ἢ Καύκ. 12· ‒ ἐξ βίων, ἡ παρὰ Ρωμαίοις censura, τιμητεία, Πλούτ. Αἰμίλ. 38. 2) στρατιωτικὴ ἐπιθεώρησις, ἐξ ὅπλων, ἵππων ποιεῖσθαι, ποιεῖν ἐπιθεώρησιν, Θουκ. 4. 74., 6. 45, 96· ποιεῖν Ξεν. Ἀν. 1. 2, 14· ἐξ γίγνεται αὐτόθι 5. 3, 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 recherche, examen;
2 recensement, revue militaire ; à Rome ἐξέτασις βίων PLUT censure.
Étymologie: ἐξετάζω.