διέτμᾰγον,
A v. διατμήγω.
διέτμᾰγεν: διέτμᾰγον, ἴδε ἐν λ. διατμήγω.
3ᵉ sg. ao.2 Act. de διατμήγω;3ᵉ pl. épq. ao.2 Pass. de διατμήγω.