Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διατμήγω

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατμήγω Medium diacritics: διατμήγω Low diacritics: διατμήγω Capitals: ΔΙΑΤΜΗΓΩ
Transliteration A: diatmḗgō Transliteration B: diatmēgō Transliteration C: diatmigo Beta Code: diatmh/gw

English (LSJ)

aor. 1 διέτμηξα: aor. 2 διέτμᾰγον:—Pass., aor. 2 διατμάγην [μᾰ] (v. infr.):—Ep. for διατέμνω, cut in twain, ἔνθα διατμήξας.. then having cut [the Trojan host] in twain.., Il.21.3; νηχόμενος… λαῖτμα διέτμαγον Od.7.276, cf. 5.409; ὦλκα δ., of ploughing, Mosch.2.81 (Med., ἀρούρας διατμήξασθαι A.R.1.628); Ἀπόλλωνα ἠελίοιο χῶρι δ. distinguish him from the Sun, Call.Fr.48:—Pass., διέτμαγεν (3pl. aor. 2 for -τμάγησαν) ἐν φιλότητι they parted friends, Il.7.302: abs., they parted, 1.531, Od.13.439; also, they were scattered abroad, Il. 16.354.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. διέτμᾰγον Od.7.276, sigm. διέτμαξα Theoc.8.24, en v. pas. διετμάγην Opp.H.1.289, 3a plu. διέτμᾰγεν Il.7.302]
I tr., en v. act.
1 c. ac. de cosa cortar en pedazos, trocear κηροῖο μέγαν τροχὸν ὀξέϊ χαλκῷ τυτθὰ διατμήξας cortando en trocitos con el agudo bronce un gran pan de cera, Od.12.174, cf. Opp.H.1.318, Q.S.14.76, κρέα μηρῶν ... δ. Nonn.D.5.22
cortar por la mitad, partir en dos, seccionar (νῆα) ... ὕδωρ πνοιή τε διέτμαγεν A.R.3.343, (δέμας) οὔ κε ... διατμήξειε σίδηρος Opp.C.2.529, cf. Q.S.8.319, AP 5.217 (Paul.Sil.), c. dat. instrum. ὄρχατον ἀμπελόεντα ... σιδήρῳ Q.S.8.279, cf. Nonn.D.21.153, c. giro prep. μέσσην ὁρμιὴν ὑπ' ὀδοῦσι Opp.H.3.146
cortar el agua, surcar ἐγώ γε νηχόμενος τόδε λαῖτμα διέτμαγον Od.7.276, cf. 5.409, Call.Fr.399.1, fig. Λευκοῦ πεδίοιο ... κονίην Nonn.D.10.76
cortar la tierra, hender, arar ἀρούρας Orac.Sib.14.314, tb. en v. med., A.R.1.628
c. ac. de pers. herir ἐπεὶ κάλαμός με διασχισθεὶς διέτμαξεν Theoc.l.c., cf. A.R.3.1047, Nonn.D.14.397.
2 c. ac. de plu. o colect. dividir en dos o más partes, escindir al ejército enemigo Il.21.3, AP 14.44, Nonn.D.25.66, 28.242, las naves Od.3.291
separar físicamente dos o más pers. o elementos ἀμφοτέρους δὲ διέτμαγε AP 5.218 (Agath.), c. ac. y gen. Φαέθων ... Ἄρηα διατμήγων Ἀφροδίτης el Sol que separa a Ares de Afrodita de los planetas a que se consagraron las puertas de Tebas, Nonn.D.5.82
fig. distinguir Ἀπόλλωνα ... Ἠελίοιο χῶρι ... καὶ εὔποδα Δηωίνην Ἀρτέμιδος Call.Fr.302.
3 c. ac. de resultado abrir ὦλκα Mosch.2.81, βαιὰ θύρετρα Paul.Sil.Soph.719.
II intr., en v. med.-pas.
1 hacerse pedazos, desgarrarse σανίδες δὲ διέτμαγεν ... λᾶος ὑπὸ ῥιπῆς los batientes saltaron en pedazos ... por la violencia de la piedra, Il.12.461, διατμαγὲν ἕρκος ref. al caparazón del cangrejo, Opp.H.1.289.
2 separarse ἐν φιλότητι διέτμαγεν Il.7.302, cf. 1.531, Od.13.439, tb. en v. act. Ἅρπυιαι δ' Ἶρίς τε διέτμαγον A.R.2.298, cf. 3.1147, Nonn.D.7.108.
3 dispersarse ὑπὲκ μήλων ... αἵ τ' ἐν ὄρεσσι ... διέτμαγεν Il.16.354.

German (Pape)

[Seite 607] = διατέμνω (s. τμήγω), durchschneiden; τόδε λαῖτμα διατμήξας ἐτέλεσσα, schwimmend, Odyss. 5, 409; ἔγωγε νηχόμενος μέγα λαῖτμα διέτμαγον 7, 276; trennen, Menschen, διατμήξας Iliad. 21, 3; Schiffe, Odyss. 3, 291; διέτμαγεν, = διετμάγησαν, sie trennten sich, Iliad. 1, 531 Odyss. 13, 439; ἐν φιλότητι διέτμαγεν ἀρθμήσαντε Iliad. 7, 302; διέτμαγεν ἐν ὄρεσσιν sie zerstreuten sich, von Schaafen und Ziegen. Iliad. 16, 354; σανίδες διέτμαγεν ἄλλυδις ἄλλη λᾶος ὑπὸ ῥιπῆς, wurden aus einander gesprengt, Iliad. 12, 461; διατμῆξαι κοῖλον δόρυ νηλέι χαλκῷ, zerhauen. Odyss. 8, 507, var. lect. διαπλῆξαι, s. Scholl. Didym.; κηροῖο τροχὸν τυτθὰ διατμήξας, zerschneiden, Odyss. 12, 174. – Sp. D.; διέτμαξεν Theocr. 8, 24; Ap. Rh. 3. 1047.

French (Bailly abrégé)

ao. διέτμηξα, ao.2 διέτμαγον;
1 couper en deux : λαίτμα δ. OD fendre le flot (en nageant);
2 séparer ; Pass. se séparer : ἐν φιλότητι IL avec des sentiments d'amitié ; abs. se séparer.
Étymologie: διά, τμήγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-τμήγω, ep. them. aor. act. διέτμαγον; aor. pass. 3 plur. διέτμαγεν met acc., causat. (snijdend doen splitsen) doorsnijden, in stukken snijden:; κηροῖο μέγαν τροχόν... τυτθὰ διατμήξας hij sneed een groot stuk was in kleine porties Od. 12.174; ἐγώγε νηχόμενος τόδε λαῖτμα διέτμαγον ik doorkliefde al zwemmend dit stuk zee Od. 7.276; uiteendrijven, uiteen doen gaan:. διατμήξας (τὰς νέας) de schepen uiteendrijvend Od. 3.291. med.-pass., intrans. uiteengaan:. σανίδες δὲ διέτμαγεν... λᾶος ὑπὸ ῥιπῆς de deurvleugels weken uiteen door de kracht van de steenworp Il. 12.461; ἐν φιλότητι διέτμαγεν zij gingen in vriendschap uiteen Il. 7.302; αἵ τ’ ἐν ὄρεσσι... διέτμαγεν (lammeren) die uit elkaar zijn geraakt in de bergen Il. 16.354.

Russian (Dvoretsky)

διατμήγω: (aor. 1 διέτμηξα, aor. 2 διέτμᾰγον - aor. 2 pass. διετμάγην)
1 разрезать, рассекать (νηχόμενος λαῖτμα δ. Her.; τὸν δάκτυλον κάλαμος διέτμαξεν Theocr.);
2 разделять, разобщать, рассеивать (sc. Τρῶας Hom.): ἐν φιλότητι διέτμαγεν Hom. они расстались по-дружески.

English (Autenrieth)

aor. inf. διατμῆξαι, aor. 2 διέτμαγον, aor. 2 pass. διετμάγην, 3 pl. διέτμαγεν: cut apart, cleave, separate; διατμήξᾶς, sc. Τρῶας, Il. 21.3; fig., νηχόμενος μέγα λαῖτμα διέτμαγον, η 2, Od. 5.409; freq. pass. as dep., τώ γ' ὣς βουλεύσαντε διέτμαγεν, ‘parted,’ Il. 1.531.

Greek Monolingual

διατμήγω (Α) τμήγω
1. διατέμνω, κόβω στα δυο, διαχωρίζω
2. ξεχωρίζω, κάνω τη διάκριση
3. παθ. (αορ.) διέτμαγεν
έφυγαν χωριστά.

Greek Monotonic

διατμήγω: αόρ. αʹ -έτμηξα, αόρ. βʹ -έτμᾰγον, Παθ. -μάγην, Επικ. αντί διατέμνω· χωρίζω, κόβω στα δύο, διατμήξας, έχοντας κόψει (τον στρατό των Τρώων) στα δύο, σε Ομήρ. Ιλ.· λαῖτμα διέτμαγον, διέσπασα το κύμα, το έκοψα στα δύο κολυμπώντας, σε Ομήρ. Οδ.· ὦλκα δ., λέγεται για το όργωμα, σε Μόσχ. — Παθ., διέτμαγεν (γ. πληθ. αορ. βʹ αντί -μάγησαν), αποχωρίστηκαν, σε Όμηρ.· διασκορπίσθηκαν μακριά, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

διατμήγω: ἀόρ. α΄ διέτμηξα, ἀόρ. β΄ διέτμᾰγον, παθ. -μάγην· ― Ἐπ. ἀντὶ διατέμνω, κόπτω εἰς δύο, ἔνθα διατμήξας…, τότε διακόψας [τὸν Τρωικὸν στρατὸν] εἰς δύο…, Ἰλ. Φ. 3· νηχόμενος λαῖτμα διέτμαγον, κολυμβῶν διέσχισα τὸ κῦμα. Ὀδ. Η. 276· λαῖτμα διατμήξας ἐπέρησα Ε. 409· ὦλκα δ., ἐπὶ ἀρόσεως, Μόσχ. 81· (καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ἀρούρας διατμήξασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 628)· Ἀπόλλωνα ἠελίοιο δ., διακρίνω αὐτὸν ἀπὸ τοῦ Ἡλίου, Καλλ. Ἀποσπ. 48. ― Παθ., διέτμαγεν (γ΄ πληθ. ἀορ. β΄ ἀντὶ -μάγησαν) ἐν φιλότητι, ἐχωρίσθησαν φίλοι, Ἰλ. Η. 302· ἀπολ., ἐχωρίσθησαν, Α. 531. Ὀδ. Ν. 439· ὡσαύτως, διεσκορπίσθησαν μακράν, Ἰλ. Π. 354.

Middle Liddell

aor1 -έτμηξα aor2 -έτμᾰγον pass. -μάγην [epic for διατέμνω
to cut in twain, διατμήξας having cut [the Trojan host in twain, Il.; λαῖτμα διέτμαγον I clove the wave, Od.; ὦλκα δ., of ploughing, Mosch.:—Pass., διέτμαγεν (3rd pl. aor2 for -μάγησαν) they parted, Hom.: they were scattered abroad, Il.

Translations

plough

Afrikaans: ploeg; Albanian: plugoj, lëroj; Arabic: حَرَثَ‎; Egyptian Arabic: حرت‎; Moroccan Arabic: حرت‎; Armenian: վարել, արորել, հերկել; Aromanian: ar; Assamese: হাল বোৱা; Azerbaijani: şumlamaq, kotanlamaq; Belarusian: араць, узараць; Bulgarian: ора; Burmese: ထယ်ထိုး, ခွဲ, ထွန်; Catalan: llaurar; Cherokee: ᎦᏓᎷᎩᎠ; Chinese Mandarin: 耕, 耕地, 耕田; Czech: orat; Danish: pløje; Dutch: ploegen; English: plough, plow; Esperanto: plugi; Estonian: kündma; Faroese: pløga; Finnish: kyntää; French: labourer; Friulian: arâ; Galician: arar; Gallurese: laurà; German: pflügen; Ancient Greek: ἀπαροτριάω, ἀπαρόω, ἀράω, ἄρδω, ἀροτρεύω, ἀροτριάω, ἀρότρωμι, ἀρόω, ἀρῶ, αὐλακίζω, βαιδυμῆν, βαιτρεύειν, βοηλατέω, βοωτέω, βωλοστροφέω, γατομέω, γεωργέω, γεωργῶ, γητομέω, διαλαχαίνω, διαρόω, διατμήγω, ἐμπολεύω, ἐχετλεύω, πολέω, πολῶ, τέμνω; Hebrew: חָרַשׁ‎; Hindi: हल चलाना; Hungarian: szánt; Icelandic: plægja; Irish: treabh; Italian: arare; Japanese: 耕す; Kazakh: айдау, жырту; Khmer: ភ្ជួរ, ភ្ជួរដី; Korean: 갈다; Kurdish Central Kurdish: کێڵان‎; Kyrgyz: жер айдоо; Lao: ໄຖ; Latgalian: art; Latin: aro; Latvian: art; Lithuanian: arti; Macedonian: ора; Malayalam: ഉഴുക; Maori: parau; Marathi: नांगरणे; Mongolian Cyrillic: хагалах; Mongolian: ᠬᠠᠭᠠᠯᠬᠤ; Norman: tchéthuer; North Frisian: pluuge; Norwegian: pløye; Occitan: laurar, arar; Old Church Slavonic Cyrillic: орати; Old East Slavic: орати, пахати; Old English: erian; Oromo: qotuu; Persian: شخم زدن‎; Polish: orać; Portuguese: arar, lavrar; Quechua: yapuy; Romanian: ara; Russian: пахать, вспахивать, вспахать, орать; Santali: ᱥᱤ; Sardinian Campidanese: arai, manixài; Logudorese: laorare, laurare, manizare; Sassarese: laurà; Scots: pleuch, plou; Serbo-Croatian Cyrillic: о̀рати; Roman: òrati; Slovak: orať; Slovene: orati; Sorbian Lower Sorbian: wóraś, zwóraś; Spanish: arar, labrar, barbechar; Swedish: plöja; Tajik: шудгор кардан; Telugu: దున్ను; Thai: ไถ; Ugaritic: 𐎈𐎗𐎘; Ukrainian: орати, зорювати, зорати; Urdu: ہل چلانا‎; Uzbek: haydamoq, er haydamoq; Vietnamese: cày; Walloon: tcherwer, rabourer; Welsh: aredig