Ep. for ποτάομαι.
[Seite 689] ep. statt ποτάομαι, fliegen; τρίζουσαι ποτέονται, Od. 24, 7; Hes. Th. 691.
ποτέομαι: Ἐπικ. ἀντὶ ποτάομαι.
ion. c. ποτάομαι.