μύλαξ

Revision as of 19:25, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ,

   A millstone, any large round stone, Il.12.161, AP9.418 (Antip.), 546 (Antiphil.), Opp.C.3.137.

German (Pape)

[Seite 217] ακος, ὁ, der Mühlstein, übh. ein großer runder Stein, κόρυθες βαλλόμεναι μυλάκεσσι, Il. 12, 161; Opp. Cyn. 3, 137; πῦρ ἐκ μυλάκων βεβιημένον, Antiphil. 44 (IX, 546).

Greek (Liddell-Scott)

μύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, (μύλη) μυλόπετρα, πᾶς μέγας καὶ στρογγύλος λίθος, Ἰλ. Μ. 161, Ἀνθ. Π. 9. 418, 546· ― ἐντεῦθεν μύλακροι, οἱ, οἱ γόμφιοι ὀδόντες, οἱ μυλῖται, Λατ. dentes molares, Ἡσύχ.· Λατ. molucrum, παρὰ τῷ Fest., μυλόπετρα.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
pierre meulière ; grosse pierre, roche.
Étymologie: μύλη.