εἰστρέχω

Revision as of 19:25, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

aor. I subj.

   A εἰσθρέξωσιν Lyc.1163 : aor. 2 -έδρᾰμον Th. 4.67, Theoc.13.24 : pf. εἰσδεδράμηκα Men.Sam.146 :—run in, Th. l.c.; εἰσέδραμε Φᾶσιν, of a ship, Theoc. l.c. ; ἡ θεὸς (sc.ποδάγρα) διὰ ποδῶν εἰ. Luc.Ocyp.Praef.

German (Pape)

[Seite 746] (s. τρέχω), hineinlaufen; ἐςέδραμον Thuc. 4, 67; ἐςδράμοιεν 4, 111; Φᾶσιν εἰσέδραμε, vom Schiffe, Theocr. 13, 23; den aor. εἰσθρέξωσιν hat Lycophr. 1163.

Greek (Liddell-Scott)

εἰστρέχω: μέλλ. -δρᾰμοῦμαι, ἀόρ. β΄ -έδρᾰμον: - τρέχω ἐντὸς εἰς, Πλαταιῆς τε καὶ περίπολοι ἐσέδραμον Θουκ. 4. 67· βαθὺν δ’ εἰσέδραμε Φᾶσιν, ἐπὶ πλοίου, Θεόκρ. 13. 23.

French (Bailly abrégé)

anc. att. ἐστρέχω;
f. εἰσθρέξομαι, ao.2 εἰσέδραμον;
1 courir ou se précipiter dans;
2 courir sur ou vers.
Étymologie: εἰς, τρέχω.