[ῑ], Dor. -ᾱτος, ον,
A quick-whirling, ἅμιλλαι Pi.I.5(4).6.
ὠκῠδίνητος: Δωρ. -ᾶτος, ον, ταχέως περιδινούμενος, ἅμιλλαι Πινδ. Ι. 5 (4), 7.
ος, ον :qui tourne ou se meut rapidement.Étymologie: ὠκύς, δινέω.