ατος, τό, = foreg., AP6.220.15 (Diosc.).
[Seite 9] τό, dasselbe, von der Pauke, Diosc. 11 (VI, 220).
λᾰλάγημα: τό, = τῷ προηγ., Ἀνθ. Π. 6. 220, 15.
ατος (τό) :murmure, bruit léger.Étymologie: λαλαγέω.