λαλάγημα
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
-ατος, τό, = λαλαγή (prattle), AP 6.220.15 (Diosc.).
German (Pape)
[Seite 9] τό, dasselbe, von der Pauke, Diosc. 11 (VI, 220).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
murmure, bruit léger.
Étymologie: λαλαγέω.
Russian (Dvoretsky)
λᾰλάγημα: ατος (ᾰγ) τό бряцание, удары (sc. τοῦ τυμπάνου Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
λᾰλάγημα: τό, = τῷ προηγ., Ἀνθ. Π. 6. 220, 15.
Greek Monolingual
λαλάγημα, -ατος, τὸ (Α) λαλαγώ
λαλαγή.
Greek Monotonic
λᾰλάγημα: -ατος, τό, φλυαρία, σε Ανθ.