προβληματώδης

Revision as of 19:26, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ες,

   A problematical, Plu.Cat.Mi.25.

German (Pape)

[Seite 712] ες, von der Art einer Aufgabe, Plut. Cat. min. 25 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προβλημᾰτώδης: -ες, (πρόβλημα IV) προβληματικός, προβλήματι ὅμοιος, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 25.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
controversé.
Étymologie: πρόβλημα, -ωδης.